κατεύχομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεύχομαι''': μέλλ. -εύξομαι· ἀποθ.·- [[προσεύχομαι]] ἐνθέρμως, μετ’ ἀπαρ., τοῖσι Πέρσῃσιν κατεύχεται εὖ γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 132· οὕτω, κατ. σοὶ τἀγαθὸν (δηλ. γενέσθαι) Εὐρ. Ι. Α. 1186. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Χο. 138, Εὐμ. 922, Σοφ. Ο. Κ. 1574· κ. τινι, [[προσεύχομαι]] εἴς τινα, Αἰσχύλ. Χο. 88, Εὐρ. Ἀνδρ. 1104· κ. τῇ θεῷ ἀπάξειν Ἀθήν. 573Ε. 3) ἀπολ., [[κάμνω]] προσευχὴν ἢ εὐχήν, Ἡρόδ. 2. 40., 4. 70, 172, Αἰσχύλ., Ἀγ. 1250, Σοφ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ι. [[μετὰ]] γεν. προσ., [[εὔχομαι]] κατά τινος, [[προσεύχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ἐπιφέρω]] κατάρας, Λατ. imprecari, Σοφ. Ἀποσπ. 894, Πλάτ. Πολ. 393Α· μετ’ αἰτ. πράγ., οἵας τύχας Αἰσχύλ. Θήβ. 633, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 362, Εὐρ. Ι.Τ. 536· πολλὰ καὶ δεινὰ κατά τινος Πλουτ. Νουμ. 12. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τὸν δεδρακότα κακῶς… ἐκτρῖψαι βίον Σοφ. Ο. Τ. 246· κ. τῖσαι τοὺς Ἀχαιοὺς τὰ ἃ δάκρυα Πλάτ. Πολ. 394Α. 3) ἀπολ., Εὐρ. Ι. Τ. 536, Πλάτ. Νόμ. 934Ε. ΙΙ. καυχῶμαι μετ’ ἀπαρ. (ὡς τὸ ἁπλοῦν [[εὔχομαι]] παρ’ Ὁμ.), Θεόκρ. 1. 97.
|lstext='''κατεύχομαι''': μέλλ. -εύξομαι· ἀποθ.·- [[προσεύχομαι]] ἐνθέρμως, μετ’ ἀπαρ., τοῖσι Πέρσῃσιν κατεύχεται εὖ γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 132· οὕτω, κατ. σοὶ τἀγαθὸν (δηλ. γενέσθαι) Εὐρ. Ι. Α. 1186. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Χο. 138, Εὐμ. 922, Σοφ. Ο. Κ. 1574· κ. τινι, [[προσεύχομαι]] εἴς τινα, Αἰσχύλ. Χο. 88, Εὐρ. Ἀνδρ. 1104· κ. τῇ θεῷ ἀπάξειν Ἀθήν. 573Ε. 3) ἀπολ., [[κάμνω]] προσευχὴν ἢ εὐχήν, Ἡρόδ. 2. 40., 4. 70, 172, Αἰσχύλ., Ἀγ. 1250, Σοφ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ι. [[μετὰ]] γεν. προσ., [[εὔχομαι]] κατά τινος, [[προσεύχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, [[ἐπιφέρω]] κατάρας, Λατ. imprecari, Σοφ. Ἀποσπ. 894, Πλάτ. Πολ. 393Α· μετ’ αἰτ. πράγ., οἵας τύχας Αἰσχύλ. Θήβ. 633, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 362, Εὐρ. Ι.Τ. 536· πολλὰ καὶ δεινὰ κατά τινος Πλουτ. Νουμ. 12. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τὸν δεδρακότα κακῶς… ἐκτρῖψαι βίον Σοφ. Ο. Τ. 246· κ. τῖσαι τοὺς Ἀχαιοὺς τὰ ἃ δάκρυα Πλάτ. Πολ. 394Α. 3) ἀπολ., Εὐρ. Ι. Τ. 536, Πλάτ. Νόμ. 934Ε. ΙΙ. καυχῶμαι μετ’ ἀπαρ. (ὡς τὸ ἁπλοῦν [[εὔχομαι]] παρ’ Ὁμ.), Θεόκρ. 1. 97.
}}
{{bailly
|btext=faire des vœux pour <i>ou</i> contre :<br /><b>1</b> <i>en b. part</i> faire un souhait : τινι faire, un souhait, une prière en faveur de qqn ; τινι [[τἀγαθόν]] EUR souhaiter du bonheur à qqn;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> faire des imprécations : πολλὰ καὶ δεινὰ [[κατά]] τινος PLUT faire contre qqn toutes sortes d’imprécations terribles ; [[τι]] souhaiter (de mourir) après s’être vengé ; avec une prop. inf. souhaiter par des imprécations que….<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὔχομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεύχομαι Medium diacritics: κατεύχομαι Low diacritics: κατεύχομαι Capitals: ΚΑΤΕΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: kateúchomai Transliteration B: kateuchomai Transliteration C: kateychomai Beta Code: kateu/xomai

English (LSJ)

fut. -εύξομαι E.IA1186:—

   A pray earnestly, c. inf., τοῖσι Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι Hdt.1.132; τί σοι κατεύξῃ τἀγαθόν (sc. γενέσθαι); E.l.c.    2 c.acc. et inf., A.Ch.139, Eu.922 (lyr.), S.OC1575 (lyr.); κ. τινί pray to one, A.Ch.88, E.Andr.1105; κ. τῇ θεῷ ἀπάξειν Ath.13.573e; κ. τινά c. inf., entreat a person to... Theoc. 2.71.    3 abs., make a prayer or vow, Hdt.2.40, 4.172, A.Ag.1250, S.Tr.764, etc.    4 c. gen., pray over, τῶν ἱερῶν IG7.235.25 (Oropus, iv B.C.).    II in bad sense,    1 c. gen. pers., pray against one, imprecate curses on one, τινῶν πρὸς τὸν θεόν Pl.R.393a: c. acc. rei, οἵας ἀρᾶται καὶ κ. τύχας A.Th.633, cf. S.Aj.392; πολλὰ καὶ δεινὰ καθ' αὑτῶν Plu.Num.12.    2 c. acc. et inf., τὸν δεδρακότα κακῶς . . ἐκτρῖψαι βίον S.OT246; κ. τεῖσαι τοὺς Ἀχαιοὺς τὰ ἃ δάκρυα Pl.R. 394a.    3 abs., μηδὲν κατεύχου E.IT536, cf. Pl.Lg.934e.    III boast, c. fut. inf., Theoc. 1.97.

German (Pape)

[Seite 1399] anwünschen, Gelübde, Gebete gegen Einen aussprechen; οἵας γ' ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχας Aesch. Spt. 615; κατεύχομαι δὲ τὸν δεδρακότα κακὸν κακῶς ἐκτρῖψαι βίον Soph. O. R. 246; τῶν Ἀχαιῶν frg. 894; Plat. Rep. III, 393 a; Eur. I. T. 536; in Prosa, Plat. Legg. XI, 934 e; πολλὰ καὶ δεινὰ κατ' αὐτῶν Plut. Num. 12. – Uebh. beten, wünschen, erflehen; absolut, Aesch. Ag. 1223 Soph. Tr. 761 Her. 2, 40; mit folgdm acc. c. inf., Aesch. Eum. 882 Soph. O. C. 1571; τοῖς Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γενέσθαι Her. 1, 132; τί, Soph. Ai. 385; κατ. σοὶ τἀγαθόν Eur. I. A. 1186; – geloben, κατεύχονται τῇ θεῷ ἀπάξειν αὐτῇ τακτὰς ἑταίρας Ath. XIII, 573 e; – τινί, Einen anflehen, zu Einem flehen, Aesch. Ch. 86. 137. – Auch = großprahlen, sich rühmen, wie das simplex, Theocr. 1, 97.

Greek (Liddell-Scott)

κατεύχομαι: μέλλ. -εύξομαι· ἀποθ.·- προσεύχομαι ἐνθέρμως, μετ’ ἀπαρ., τοῖσι Πέρσῃσιν κατεύχεται εὖ γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 132· οὕτω, κατ. σοὶ τἀγαθὸν (δηλ. γενέσθαι) Εὐρ. Ι. Α. 1186. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Χο. 138, Εὐμ. 922, Σοφ. Ο. Κ. 1574· κ. τινι, προσεύχομαι εἴς τινα, Αἰσχύλ. Χο. 88, Εὐρ. Ἀνδρ. 1104· κ. τῇ θεῷ ἀπάξειν Ἀθήν. 573Ε. 3) ἀπολ., κάμνω προσευχὴν ἢ εὐχήν, Ἡρόδ. 2. 40., 4. 70, 172, Αἰσχύλ., Ἀγ. 1250, Σοφ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ι. μετὰ γεν. προσ., εὔχομαι κατά τινος, προσεύχομαι ἐναντίον τινός, ἐπιφέρω κατάρας, Λατ. imprecari, Σοφ. Ἀποσπ. 894, Πλάτ. Πολ. 393Α· μετ’ αἰτ. πράγ., οἵας τύχας Αἰσχύλ. Θήβ. 633, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 362, Εὐρ. Ι.Τ. 536· πολλὰ καὶ δεινὰ κατά τινος Πλουτ. Νουμ. 12. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τὸν δεδρακότα κακῶς… ἐκτρῖψαι βίον Σοφ. Ο. Τ. 246· κ. τῖσαι τοὺς Ἀχαιοὺς τὰ ἃ δάκρυα Πλάτ. Πολ. 394Α. 3) ἀπολ., Εὐρ. Ι. Τ. 536, Πλάτ. Νόμ. 934Ε. ΙΙ. καυχῶμαι μετ’ ἀπαρ. (ὡς τὸ ἁπλοῦν εὔχομαι παρ’ Ὁμ.), Θεόκρ. 1. 97.

French (Bailly abrégé)

faire des vœux pour ou contre :
1 en b. part faire un souhait : τινι faire, un souhait, une prière en faveur de qqn ; τινι τἀγαθόν EUR souhaiter du bonheur à qqn;
2 en mauv. part faire des imprécations : πολλὰ καὶ δεινὰ κατά τινος PLUT faire contre qqn toutes sortes d’imprécations terribles ; τι souhaiter (de mourir) après s’être vengé ; avec une prop. inf. souhaiter par des imprécations que….
Étymologie: κατά, εὔχομαι.