παράσημος: Difference between revisions

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) σεσημασμένος διὰ ψευδοῦς σημείου, παρακεχαραγμένος, παραπεποιημένος, [[κίβδηλος]], ἐπὶ νομισμάτων, Δημ. 766. 6, [[Πολυδ]]. Γ΄, 86, Πλούτ. 2. 65Α· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα ἄτιμα καὶ παράσημα Ἀριστοφ. Ἀχ. 518· πρβλ. [[παρακόπτω]]· οὕτω, [[δόξα]] [[παράσημος]], ἄσημος, [[ἄδοξος]], Εὐρ. Ἱππ. 1114· π. [[ῥήτωρ]] Δημ. 307. 26· [[δύναμις]] π. αἴνῳ, [[δύναμις]] κακῶς σεσημασμένη μὲ ἔπαινον, δηλ. [[ἐσφαλμένως]] ἐπαινουμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 780, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, ψευδής, ἐσφαλμένος, [[κίβδηλος]], Ἀνθ. Π. 11. 114, κτλ. 3) πλαγίως σεσημασμένος, σεσημειωμένος, Πλούτ. 2. 101D· π. τινι, [[ἐπίσημος]], [[γνωστός]], [[περίφημος]] διά τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]] 823Β, κτλ.· τὴν Λακωνικὴν ἐπιτηδεύων βραχυλογίαν ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς [[ἐνιαχοῦ]] παράσημός ἐστιν Πλουτ. Βροῦτ. 2. ΙΙ. Ἐπίρρ., παρασήμως, φαύλως, [[ἡμαρτημένως]], [[ἐπισεσυρμένως]] φθεγγομένου καὶ παρασήμως, δηλ. παρὰ τοὺς κανόνας τοῦ τονισμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 191, 34. 2) [[μετὰ]] ἐπιθέτου, [[ἄμφω]] καλοῦσι κέδρους, πλὴν παρασήμως [[κέδρον]] ὀξύκεδρον ([[ἔνθα]] νῦν: πλὴν [[παρασημασία]] κέδρου ὀξύκερδον) Θεοφρ. περὶ Φ. Ἱστ. 3. 12, 3.
|lstext='''παράσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) σεσημασμένος διὰ ψευδοῦς σημείου, παρακεχαραγμένος, παραπεποιημένος, [[κίβδηλος]], ἐπὶ νομισμάτων, Δημ. 766. 6, [[Πολυδ]]. Γ΄, 86, Πλούτ. 2. 65Α· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα ἄτιμα καὶ παράσημα Ἀριστοφ. Ἀχ. 518· πρβλ. [[παρακόπτω]]· οὕτω, [[δόξα]] [[παράσημος]], ἄσημος, [[ἄδοξος]], Εὐρ. Ἱππ. 1114· π. [[ῥήτωρ]] Δημ. 307. 26· [[δύναμις]] π. αἴνῳ, [[δύναμις]] κακῶς σεσημασμένη μὲ ἔπαινον, δηλ. [[ἐσφαλμένως]] ἐπαινουμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 780, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, ψευδής, ἐσφαλμένος, [[κίβδηλος]], Ἀνθ. Π. 11. 114, κτλ. 3) πλαγίως σεσημασμένος, σεσημειωμένος, Πλούτ. 2. 101D· π. τινι, [[ἐπίσημος]], [[γνωστός]], [[περίφημος]] διά τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]] 823Β, κτλ.· τὴν Λακωνικὴν ἐπιτηδεύων βραχυλογίαν ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς [[ἐνιαχοῦ]] παράσημός ἐστιν Πλουτ. Βροῦτ. 2. ΙΙ. Ἐπίρρ., παρασήμως, φαύλως, [[ἡμαρτημένως]], [[ἐπισεσυρμένως]] φθεγγομένου καὶ παρασήμως, δηλ. παρὰ τοὺς κανόνας τοῦ τονισμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 191, 34. 2) [[μετὰ]] ἐπιθέτου, [[ἄμφω]] καλοῦσι κέδρους, πλὴν παρασήμως [[κέδρον]] ὀξύκεδρον ([[ἔνθα]] νῦν: πλὴν [[παρασημασία]] κέδρου ὀξύκερδον) Θεοφρ. περὶ Φ. Ἱστ. 3. 12, 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> marqué faussement, marqué d’un signe de mauvais aloi : [[παράσημον]] [[νόμισμα]] PLUT fausse monnaie ; <i>p. anal.</i> [[παράσημος]] [[δόξα]] EUR gloire illégitime, fausse gloire;<br /><b>2</b> annoté ; étrange, extraordinaire <i>en parl. de mots, de constructions, etc.</i> ; qui se fait remarquer <i>d’ord. en mauv. part</i> : τινι par qch ; παράσημός ἐστιν avec un part. qui se fait remarquer par (l’affectation de, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σῆμα]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράσημος Medium diacritics: παράσημος Low diacritics: παράσημος Capitals: ΠΑΡΑΣΗΜΟΣ
Transliteration A: parásēmos Transliteration B: parasēmos Transliteration C: parasimos Beta Code: para/shmos

English (LSJ)

ον, (σῆμα)

   A marked amiss or falsely, counterfeit, esp. of money, D.24.213, Poll.3.86, Plu.2.65b : metaph., of men, Ar.Ach.518 ; δόξα π. E.Hipp.1114 (lyr.) ; π. ῥήτωρ D.18.242 ; δύναμις π. αἴνῳ power falsely stamped with praise, I. e. praised by a wrong standard, A.Ag.780 (lyr.).    2 of words and phrases, false, incorrect, AP11.144 (Cereal.) ; Ἀττικῶν παράσημος (leg. -σήμων) ἕν (sc. βιβλίον) Gal.Libr.Propr.17 ; τὸ π. eccentricity of style, Demetr.Eloc.208.    3 marked by the side, noted, Plu.2.1010d ; π. τινί marked, notorious for a thing, ib.823b, etc.; π. ἐπιτηδεύων τι remarked as studying it, Id.Brut.2 ; τὸ π. φεύγουσαι (of women) conspicuousness, Gal.12.439.    4 indicative, c. gen., τὸ π. ὄνομα τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας Plu.Cor.23.    II Adv. -μως with false accent, EM191.34.    2 with a distinguishing prefix, Thphr. HP3.12.3 codd.

German (Pape)

[Seite 498] 1) bezeichnet, ausgezeichnet, berühmt; δύναμιν οὐ σέβουσα πλούτου παράσημον, Aesch. Ag. 755; ὄνομα, Plut. Coriol. 23 u. öfter, wie a. Sp.; aber auch getadelt, Plut. Brut. 2; bei Cereal. 2 (XI, 144) bedeutet παράσημα λέγειν in seltenen, gesuchten, von den Grammatikern bemerkten Worten sprechen, s. Jacobs A. P. p. 684; vgl. Plut. Alex. 48, τῷ σολοίκῳ καὶ παρασήμῳ ἄνευ χαρίτων τὸ σεμνὸν μιμούμενος. – 2) falsch gestempelt, falsch gemünzt, νόμισμα, Dem. 24, 213 u. Sp.; übertr. sagt Ar. Ach. 493 ἀνδράρια παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα; übh. von schlechter Art, ῥήτωρ, Dem. 18, 242; unrühmlich, ehrlos, δόξα, Eur. Hipp. 1116. – So auch adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παράσημος: -ον, (σῆμα) σεσημασμένος διὰ ψευδοῦς σημείου, παρακεχαραγμένος, παραπεποιημένος, κίβδηλος, ἐπὶ νομισμάτων, Δημ. 766. 6, Πολυδ. Γ΄, 86, Πλούτ. 2. 65Α· - ἐντεῦθεν ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα ἄτιμα καὶ παράσημα Ἀριστοφ. Ἀχ. 518· πρβλ. παρακόπτω· οὕτω, δόξα παράσημος, ἄσημος, ἄδοξος, Εὐρ. Ἱππ. 1114· π. ῥήτωρ Δημ. 307. 26· δύναμις π. αἴνῳ, δύναμις κακῶς σεσημασμένη μὲ ἔπαινον, δηλ. ἐσφαλμένως ἐπαινουμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 780, ἔνθα ἴδε Blomf. 2) συχνάκις ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, ψευδής, ἐσφαλμένος, κίβδηλος, Ἀνθ. Π. 11. 114, κτλ. 3) πλαγίως σεσημασμένος, σεσημειωμένος, Πλούτ. 2. 101D· π. τινι, ἐπίσημος, γνωστός, περίφημος διά τι πρᾶγμα, αὐτόθι 823Β, κτλ.· τὴν Λακωνικὴν ἐπιτηδεύων βραχυλογίαν ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς ἐνιαχοῦ παράσημός ἐστιν Πλουτ. Βροῦτ. 2. ΙΙ. Ἐπίρρ., παρασήμως, φαύλως, ἡμαρτημένως, ἐπισεσυρμένως φθεγγομένου καὶ παρασήμως, δηλ. παρὰ τοὺς κανόνας τοῦ τονισμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 191, 34. 2) μετὰ ἐπιθέτου, ἄμφω καλοῦσι κέδρους, πλὴν παρασήμως κέδρον ὀξύκεδρον (ἔνθα νῦν: πλὴν παρασημασία κέδρου ὀξύκερδον) Θεοφρ. περὶ Φ. Ἱστ. 3. 12, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 marqué faussement, marqué d’un signe de mauvais aloi : παράσημον νόμισμα PLUT fausse monnaie ; p. anal. παράσημος δόξα EUR gloire illégitime, fausse gloire;
2 annoté ; étrange, extraordinaire en parl. de mots, de constructions, etc. ; qui se fait remarquer d’ord. en mauv. part : τινι par qch ; παράσημός ἐστιν avec un part. qui se fait remarquer par (l’affectation de, etc.).
Étymologie: παρά, σῆμα.