ἄγη: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>1</b> admiration, étonnement, horreur;<br /><b>2</b> envie, jalousie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαμαι]].<br /><span class="bld">2</span><i>3ᵉ sg. ao.2 Pass. poét. de</i> [[ἄγνυμι]].<br /><span class="bld">3</span><i>pl. de</i> [[ἄγος]] ¹.
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>1</b> admiration, étonnement, horreur;<br /><b>2</b> envie, jalousie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαμαι]].<br /><span class="bld">2</span><i>3ᵉ sg. ao.2 Pass. poét. de</i> [[ἄγνυμι]].<br /><span class="bld">3</span><i>pl. de</i> [[ἄγος]] ¹.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[astonishment]]; [[ἄγη]] μ' [[ἔχει]] = [[ἄγαμαι]], Il. 21.221.
}}
}}

Revision as of 15:21, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγη Medium diacritics: ἄγη Low diacritics: άγη Capitals: ΑΓΗ
Transliteration A: ágē Transliteration B: agē Transliteration C: agi Beta Code: a)/gh

English (LSJ)

Dor. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ

   A, (ἄγαμαι) wonder, amazement, Hom. only in phrase ἄγη μ' ἔχει Il.21.221, Od.3.227, 16.243: glossed by τιμή, σεβασμός, Hsch.    II envy, malice, Φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Hdt.6.61; of the gods, jealousy, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ A.Ag. 131: pl. ἄγαις, = ζηλώσεσιν, Id.Fr.85.
ἄγη, Ep. for ἐάγη, v. sub ἄγνυμι.

German (Pape)

[Seite 13] (ἄγαμαι), ἡ, Bewunderung, Staunen, Hom. dreimal, in der Vbdg ἄγη μ' ἔχει, Iliad. 21, 221 Odyss. 3, 227. 16, 243. – Her. verb. es mit φθόνος 6, 61; Neid, Aesch. Ag. 130, ἄγα θεόθεν, Em. für ἄτη, wie nach Herm. Em. auch 712 μηλοφόνοισιν ἄγαισι für die Lesart der mss. ἄταις gelesen wird, wohl nicht richtig!

Greek (Liddell-Scott)

ἄγη: Δωρ. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ, (ὅρα ἐν λ. ἄγαμαι) θαυμασμός, ἔκπληξις, φόβος, φρίκη, θάμβος, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἄγη μ’ ἔχει, Ἰλ. Φ. 221. Ὀδ. Γ., 227, Π, 243. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «θάμβος, ἔκπληξις», ἀναφέρει δὲ καὶ πληθ. ἄγαις (= ζηλώσεσιν) ἐν Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 81· ἐν Σοφ. Ἀντ. 4 ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει οὐδέν.. ἄγης ἄτερ, ἀντὶ τοῦ κοιν. ἄτης. ΙΙ. φθόνος, κακία, μῖσος, φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος, Ἡρόδ. 6, 61· καὶ ἐπὶ θεῶν, ζηλοτυπία, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. – Ἀμφοτέρας τὰς σημασ. ἔχει καὶ τὸ ῥῆμα ἄγαμαι, ἐν ᾧ τὸ ἀγαίομαι ἔχει μόνην τὴν δευτέραν. 1) τεθλασμένον τεμάχιον, σύντριμμα, ἀγαῖσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = κυματωγή, τὸ μέρος ἔνθα τὸ κῦμα συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554., 4, 941. 3) καμπή, λύγισμα, ὄφιος ἀγή, Ἄρατ. 688: - ἐξ οὗ ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἀγάν, (ἀντὶ ἄγαν), ἐν Πινδ. Π. 2. 151 (82), μὲ τὴν ἔννοια: σκολιοὶ τρόποι, ἀπάτη. 4) πληγή, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1ης (ἡ) :
1 admiration, étonnement, horreur;
2 envie, jalousie.
Étymologie: ἄγαμαι.
23ᵉ sg. ao.2 Pass. poét. de ἄγνυμι.
3pl. de ἄγος ¹.

English (Autenrieth)

astonishment; ἄγη μ' ἔχει = ἄγαμαι, Il. 21.221.