ματάω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ματήσω, <i>ao.</i> ἐμάτησα, <i>pf. inus.</i><br />être vain, sans effet, perdre sa peine <i>ou</i> son temps : ὁδῷ, faire un chemin inutile.<br />'''Étymologie:''' [[μάτην]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ματήσω, <i>ao.</i> ἐμάτησα, <i>pf. inus.</i><br />être vain, sans effet, perdre sa peine <i>ou</i> son temps : ὁδῷ, faire un chemin inutile.<br />'''Étymologie:''' [[μάτην]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[μάτην]]), aor. ἐμάτησεν, subj. du. ματήσετον: do in [[vain]], [[fail]], Il. 16.474; [[then]] be [[idle]], [[delay]], [[linger]].
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰτάω Medium diacritics: ματάω Low diacritics: ματάω Capitals: ΜΑΤΑΩ
Transliteration A: matáō Transliteration B: mataō Transliteration C: matao Beta Code: mata/w

English (LSJ)

(μάτην):—poet. Verb,

   A to be idle, dally, ἀπέκοψε παρήορον οὐδὲ μάτησε Il.16.474, cf. 23.510; μὴ τὼ μὲν (sc. ἵππω) δείσαντε ματήσετον 5.233; οὐ ματᾷ τοὔργον the work lags not, goes on apace, A.Pr.57; ματᾶν ὁδῷ to loiter by the way, Id.Th.37; ἰδώμεθ', εἴ τι τοῦδε φροιμίου ματᾷ is in vain, is fruitless, Id.Eu.142; of persons, fail of a thing, τινος Opp.H.3.102.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰτάω: μέλλ. -ήσω, (μάτην)· ― ποιητ. ῥῆμα, εἶμαι ἀργός, ὀκνηρός, βραδύνω, ἀργοπορῶ, ἀμελῶ, ἀφίνω νὰ παρέρχηται ὁ χρόνος, ἀπέκοψε παρήορον οὐδ’ ἐμάτησεν (ἢ οὐδὲ μάτησεν), «οὐδὲ ἐματαιοπράγησεν ἢ ἠμέλησεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 474, πρβλ. Ψ. 510· ὡς τὼ μὲν (ἐξυπ. ἵππω) δείσαντε ματήσετον Ε. 232, πρβλ. ματία· οὐ ματᾷ τοὖργον, τὸ ἔργον δὲν βραδύνει, προχωρεῖ, προβαίνει, Αἰσχύλ. Πρ. 57· ματᾶν ὁδῷ, διατρίβειν καθ’ ὁδόν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 37· ἰδώμεθ’, εἴ τι τοῦδε φροίμιον ματᾷ ἂν εἶναι μάταιον, ἀνωφελές, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 141· ἐπὶ προσώπων, ὡς τὸ ἁμαρτάνω, ἀποτυγχάνω εἴς τι πρᾶγμα, τινος Ὁππ. Ἁλ. 3. 103. ― Πρβλ. ματᾴζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ματήσω, ao. ἐμάτησα, pf. inus.
être vain, sans effet, perdre sa peine ou son temps : ὁδῷ, faire un chemin inutile.
Étymologie: μάτην.

English (Autenrieth)

(μάτην), aor. ἐμάτησεν, subj. du. ματήσετον: do in vain, fail, Il. 16.474; then be idle, delay, linger.