αἰών: Difference between revisions
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ῶνος (cf. aevum), m., fem. Il. 22.58: [[lifetime]], [[life]]. | |auten=ῶνος (cf. aevum), m., fem. Il. 22.58: [[lifetime]], [[life]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[αἰών]] (ὁ, ἡ. [[αἰών]], -ῶνος, -ῶνα) <br /> <b>a</b> [[span]], [[course]] of [[life]] αἰὼν δ' ἔφεπε [[μόρσιμος]] (O. 2.10) ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα (O. 2.67) μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς (O. 9.60) αἰὼν δ' ἀσφαλὴς [[οὐκ]] ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ [[οὔτε]] (P. 3.86) τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (P. 4.186) κλυτᾶς αἰῶνος ἀκρᾶν βαθμίδων [[ἄπο]] (P. 5.7) λαμπρὸν [[φέγγος]] ἔπεστιν [[ἀνδρῶν]] καὶ [[μείλιχος]] [[αἰών]] (P. 8.97) νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις (N. 2.8) [[ἐλᾷ]] δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς [[αἰών]] (N. 3.75) ἐκ πόνων δ' τελέθει πρὸς [[γῆρας]] αἰὼν [[ἡμέρα]] (N. 9.44) [[ἐπεὶ]] τούτον, ἢ [[πάμπαν]] θεὸς [[ἔμμεναι]] οἰκεῖν τοὐρανῷ, εἵλετ' αἰῶνα [[Πολυδεύκης]] (N. 10.59) αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν (I. 3.18) [[ἕκαλος]] [[ἔπειμι]] [[γῆρας]] ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα (I. 7.42) [[δόλιος]] γὰρ αἰὼν ἐπ' [[ἀνδράσι]] κρέμαται (I. 8.14) [[πολύ]] [[τοι]] φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς [[αἰών]] fr. 126. 2. ζωὸν δ' [[ἔτι]] λείπεται αἰῶνος [[εἴδωλον]] [[existence]] fr. 131b. 2. ἰσοδένδρου [[τέκμαρ]] αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (sc. a Dryad [[nymph]].) fr. 165.<br /> <b>b</b> [[marrow]] αἰὼν δὲ δἰὀστέων ἐρραίσθη fr. 111. 5. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:27, 17 August 2017
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, Ion. and Ep. also ἡ, as in Pi.P.4.186, E.Ph.1484: apocop. acc. αἰῶ,
A like Ποσειδῶ, restored by Ahrens (from AB363) in A.Ch.350: (properly αἰϝών, cf. aevum, v. αἰεί):—period of existence (τὸ τέλος τὸ περιέχον τὸν τῆς ἑκάστου ζωῆς χρόνον . . αἰὼν ἑκάστου κέκληται Arist.Cael.279a25): I lifetime, life, ψυχή τε καὶ αἰών Il.16.453; ἐκ δ' αἰ. πέφαται Il.19.27; μηδέ τοι αἰ. φθινέτω Od.5.160; λείπει τινά Il.5.685; ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο (Zenod. νέον) 24.725; τελευτᾶν τὸν αἰῶνα Hdt.1.32, etc.; αἰῶνος στερεῖν τινά A.Pr.862; αἰῶνα διοιχνεῖν Id.Eu.315; συνδιατρίβειν Cratin. 1; αἰ. Αἰακιδᾶν, periphr. for the Aeacidae, S.Aj.645 s. v. l.; ἀπέπνευσεν αἰῶνα E.Fr.801; ἐμὸν κατ' αἰῶνα A.Th.219. 2 age, generation, αἰ. ἐς τρίτον ib.744; ὁ μέλλων αἰών posterity, D.18.199, cf. Pl.Ax.370c. 3 one's life, destiny, lot, S.Tr.34, E.Andr.1215, Fr.30, etc. II long space of time, age, αἰὼν γίγνεται 'tis an age, Men.536.5; esp. with Preps., ἀπ' αἰῶνος of old, Hes.Th.609, Ev.Luc.1.70; οἱ ἀπὸ τοῦ αἰ. Ῥωμαῖοι D.C. 63.20; δι' αἰῶνος perpetually, A.Ch.26, Eu.563; all one's life long, S. El.1024; δι' αἰῶνος μακροῦ, ἀπαύστου, A.Supp.582,574; τὸν δι' αἰ. χρόνον for ever, Id.Ag.554; εἰς ἅπαντα τὸν αἰ. Lycurg.106, Isoc.10.62; εἰς τὸν αἰ. LXX Ge.3.23, al., D.S.21.17, Ev.Jo.8.35, Ps.-Luc. Philopatr.17; εἰς αἰῶνα αἰῶνος LXX Ps.131(132).14; ἐξ αἰῶνος καὶ ἕως αἰῶνος ib.Je.7.7; ἐπ' αἰ. ib.Ex.15.18; ἕως αἰῶνος ib.1 Ki.1.22, al.:— without a Prep., τὸν ἅπαντα αἰ. Arist. Cael.279a22; τὸν αἰῶνα Lycurg. 62, Epicur.Ep.1p.8U.; eternity, opp. χρόνος, Pl.Ti.37d, cf. Metrod. Fr.37, Ph.1.496,619, Plot.3.7.5, etc.; τοὺς ὑπὲρ τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.20. 2 space of time clearly defined and marked out, epoch, age, ὁ αἰὼν οὗτος this present world, opp. ὁ μέλλων, Ev.Matt.13.22, cf. Ep.Rom.12.2; ὁ νῦν αἰ. 1 Ep.Tim.6.17, 2 Ep.Tim.4.10:—hence in pl., the ages, i.e. eternity, Phld.D.3 Fr.84; εἰς πάντας τοὺς αἰ. LXX To.13.4; εἰς τοὺς αἰ.ib.Si.45.24, al., Ep.Rom.1.25, etc.; εἰς τοὺς αἰ. τῶν αἰώνων LXX 4 Ma.18.24, Ep.Phil.4.20, etc.; ἀπὸ τῶν αἰ., πρὸ τῶν αἰ., Ep.Eph.3.9, 1Cor.2.7; τὰ τέλη τῶν αἰ. ib.10.11. 3 Αἰών, ὁ, personified, Αἰὼν Χρόνου παῖς E.Heracl.900 (lyr.), cf. Corp.Herm.11, etc.; as title of various divine beings, Dam.Pr.151, al.; esp.=Persian Zervan, Suid. s.v. Ἡρασκος. 4 Pythag., = 10, Theol.Ar.59. B spinal marrow (perh. regarded as seat of life), h.Merc 42, 119, Pi.Fr.111, Hp.Epid.7.122; perh. also Il.19.27.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ, poét. ἡ)
temps :
1 durée de la vie, vie ; destinée, sort : τὸ δὲ μετ’ εὐτυχίαν κακοῦσθαι θνατοῖς βαρὺς αἰών EUR subir le malheur après la prospérité, voilà un sort pénible pour les mortels;
2 temps, éternité : δι’ αἰῶνος dans le cours des âges;
3 âge, génération, monde : ὁ μέλλων αἰών DÉM les âges à venir, la postérité.
Étymologie: p. *αἰϜών ; cf. lat. aevum.
English (Autenrieth)
ῶνος (cf. aevum), m., fem. Il. 22.58: lifetime, life.
English (Slater)
αἰών (ὁ, ἡ. αἰών, -ῶνος, -ῶνα)
a span, course of life αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος (O. 2.10) ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα (O. 2.67) μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς (O. 9.60) αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε (P. 3.86) τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (P. 4.186) κλυτᾶς αἰῶνος ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο (P. 5.7) λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών (P. 8.97) νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις (N. 2.8) ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών (N. 3.75) ἐκ πόνων δ' τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα (N. 9.44) ἐπεὶ τούτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τοὐρανῷ, εἵλετ' αἰῶνα Πολυδεύκης (N. 10.59) αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν (I. 3.18) ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα (I. 7.42) δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται (I. 8.14) πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2. ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον existence fr. 131b. 2. ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (sc. a Dryad nymph.) fr. 165.
b marrow αἰὼν δὲ δἰὀστέων ἐρραίσθη fr. 111. 5.