καταστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(Bailly1_3)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> mettre en ordre, arranger, disposer, acc.;<br /><b>II.</b> réprimer, <i>d’où</i><br /><b>1</b> contenir, calmer ; <i>Pass.</i> être contenu, <i>d’où au pf.</i> être calme, tranquille : κατεσταλμένος (homme) d’un caractère calme ; τὸ κατεσταλμένον calme (de la tenue, du regard);<br /><b>2</b> prendre soin de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στέλλω]].
|btext=<b>I.</b> mettre en ordre, arranger, disposer, acc.;<br /><b>II.</b> réprimer, <i>d’où</i><br /><b>1</b> contenir, calmer ; <i>Pass.</i> être contenu, <i>d’où au pf.</i> être calme, tranquille : κατεσταλμένος (homme) d’un caractère calme ; τὸ κατεσταλμένον calme (de la tenue, du regard);<br /><b>2</b> prendre soin de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στέλλω]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[κατά]] and [[στέλλω]]; to [[put]] [[down]], i.e. [[quell]]: [[appease]], [[quiet]].
}}
}}

Revision as of 17:45, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστέλλω Medium diacritics: καταστέλλω Low diacritics: καταστέλλω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: katastéllō Transliteration B: katastellō Transliteration C: katastello Beta Code: kataste/llw

English (LSJ)

fut. -

   A στελῶ E.Ba.933 (for Aeol. forms v. κασπολέω): —put in order, arrange, [πλόκαμον] E. l. c.; equip, clothe, dress, κ. τινὰ τὰ περὶ τὼ σκέλει Ar.Th.256, cf. Plu.2.69c.    II let down, lower, τὰς ῥάβδους D.H.8.44; κ. τὰ βράγχια shut them, Plu.2.979c; press down, τὴν γλῶσσαν Gal.15.792.    2 repress, restrain, οἶκτον E.IA934; τὸν ὄχλον Act.Ap.19.35, cf. Wilcken Chr.10 (ii B.C., prob.); κ. τὰς ἐπιθυμίας Phld.Rh.2.284 S., cf. Arr.Epict.3.19.5; τοὺς νέους Plu.2.207e, cf. 547b, etc.:—Pass., ἅπαντα λήξει καὶ κατασταλήσεται Apollod.Com.18; of persons, to be placed under restraint, reduced to order, PTeb.41.21 (ii B.C.), BGU1192.5 (i B.C.); also κατεσταλμένοι τοῖς ἤθεσι of calm, sedate character, opp. τολμηρός, D.S.1.76, cf. Arr.Epict.4.4.10; κατεσταλμένον ἦθος D.S.10.3; κατέσταλται πρὸς τὸ κόσμιον Plu.Comp.Lyc.Num.3, cf. Ael.NA4.29, Arr. Epict.3.23.16.    3 Medic., reduce, τὰ ὑπερσαρκοῦντα Dsc.2.1.

German (Pape)

[Seite 1381] 1) anordnen, ordnen, πλόκαμον Eur. Bacch. 931; bekleiden, κατάστειλόν με τὰ περὶ τὼ σκέλη Ar. Thesm. 256. – 2) herab-, herunterlassen, senken, τὰς ῥάβδους D. Hal. 8, 44; – zurückhalten, hemmen, unterdrücken, auch stillen, besänftigen, Eur. I. A. 934; κιθάρα καταστέλλειν τὸ πυρῶδες (die Leidenschaftlichkeit) δυναμένη Ath. XIV, 624 a; Plut. de adul. et am. discr. 42; häufig bei Sp.; τὴν ταραχήν S. Emp. adv. eth. 131; D. Sic. 1, 76 stellt den τολμηροί entgegen οἱ κατεσταλμένοι τοῖς ἤθεσι, von ruhigem, gelassenem Charakter; τὸ φρόνημα αὐτῷ κατέσταλται καὶ μεμείωται, ist gedemüthigt, Ael. A. H. 4, 29.

Greek (Liddell-Scott)

καταστέλλω: μέλλ. -στελῶ·― διευθετῶ, βάλλω εἰς τάξιν, τακτοποιῶ, συγυρίζω, πλόκαμον τὸν ἐξεστηκότα κ. Εὐρ. Βάκχ. 933. στολίζω, ἐνδύω, κ. τινὰ τὰ περὶ τὼ σκέλη Ἀριστοφ. Θεσμ. 256, πρβλ. Πλούτ. 2. 69C μορφῶσαι αὐτὴν καὶ καταστεῖλαι νυμφικῶς· «καταστέλλει· περικαλύπτει» Ἡσύχ. ΙΙ. καταβιβάζω, χαμηλώνω, τὰς ῥάβδους Διον. Ἁλ. 8. 44· κ. τὰ βράγχια, κλείω, Πλούτ. 2. 979C. 2) ἐμποδίζω, καταπραΰνω, καταβάλλω, πρβλ. ἀναστέλλω, Εὐρ. Ι. Α. 934· κ. τὰ ὑπερσαρκοῦντα Διοσκ. 2. 1· ἡ φιλοσοφία σωφρονίζουσα καὶ τὰ ψυχικὰ πάθη καταστέλλουσα Σέξτ. Ἐμπ. 357· τὸν ὄχλον Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 35· ὁ Ἀχιλλεὺς κατεπραΰνετο τῇ κιθάρᾳ δυναμένῃ καταστέλλειν τὸ πυρῶδες Ἀθήν. 624Α· κ. τὴν ἐπιθυμίαν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 19, 5· τοὺς νέους Πλούτ. 2. 207Ε, πρβλ. 547Β· τοὺς ἀναισχυντοῦντας διὰ τῆς ἀνάγκης κατεστάλκεισαν Διοδ. Ἐκλογ. σ. 630, 85·― Παθ., ἅπαντα λήξει καὶ κατασταλήσεται Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 7· ἐπὶ προσώπων, ὁ κατεσταλμένος, ἀνὴρ ἡσύχου χαρακτῆρος, ἀντίθ. τῷ τολμηρός, Διόδ. 1. 76, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 10· κατέσταλται πρὸς τὸ κόσμιον Πλουτ. Σύγκρ. Λυκούργ. κ. Νουμᾶ 3, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 4. 29, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 23, 16· τὸ φρόνημα κατέσταλται καὶ μεμείωται Αἰλ. π. Ζ. 4, 27· ἐπὶ τὸ αἰδῆμον, ἐπὶ τὸ κατεσταλμένον Ἐπικτ. Διατρ. 4. 12, 4· τὸν ἀπαθῆ, τὸν κατεσταλμένον 4, 4, 10· κατεσταλμένον τὸ βλέμμα 8. 17· κατεσταλμένος καὶ σεμνὸς Ἀρτεμ. 2. 35.

French (Bailly abrégé)

I. mettre en ordre, arranger, disposer, acc.;
II. réprimer, d’où
1 contenir, calmer ; Pass. être contenu, d’où au pf. être calme, tranquille : κατεσταλμένος (homme) d’un caractère calme ; τὸ κατεσταλμένον calme (de la tenue, du regard);
2 prendre soin de, acc..
Étymologie: κατά, στέλλω.

English (Strong)

from κατά and στέλλω; to put down, i.e. quell: appease, quiet.