αλλοίος

From LSJ
Revision as of 23:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641

Greek Monolingual

ἀλλοῖος, -α, -ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος)
1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός
2. (κατ’ ευφημισμό) αντί του κακός
3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση
4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά
(στον συγκριτικό) ἀλλοιότερον και ἀλλοιοτέρως, χειρότερα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος
το επίθημα –οῖος αναλογικά προς τα ποῖος, τοῖος, οἷος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιότης, ἀλλοιώδης, ἀλλοιωπός
αρχ.-μσν.
ἀλλοιῶ
νεοελλ.
αλλοιώνω, αλλοιώτικος.
ΣΥΝΘ. ἀλλοιόμορφος
αρχ.
ἀλλοιόστροφος, ἀλλοιοσχήμων, ἀλλοιότροπος
νεοελλ.
αλλοιόσχημος].