θηλή

From LSJ
Revision as of 23:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλή Medium diacritics: θηλή Low diacritics: θηλή Capitals: ΘΗΛΗ
Transliteration A: thēlḗ Transliteration B: thēlē Transliteration C: thili Beta Code: qhlh/

English (LSJ)

ἡ, (θῆσαι)

   A teat, nipple, E.Cyc.56 (lyr.), Hp.Epid.5.101, Pl. Cra.414a; τῶν μαστῶν ἡ θ., δι' ἧς . . τὸ γάλα διηθεῖται Arist.HA493a13; of animals, ib.500a24; θ. πεφιλοτεχνημέναι dumb teats, Sor.1.115.    II head of a pole, κοντοὶ σὺν θηλαῖς σιδηραῖς PLond.3.1164h9 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1207] (θάω), ἡ, Mutterbrust; Eur. Cycl. 56; Plat. Crat. 414 a u. A.; θηλὴν ἐπέχειν τινί Agathocl. bei Ath. IX, 376 a; eigtl. die Warze, dah. θηλαὶ μαστῶν Arist. H. A. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

θηλή: ἡ, (θάω) τὸ μέρος τοῦ μαστοῦ ὅθεν ἐξέρχεται τὸ γάλα, ἡ «ῥῶγα», Λατ. papilla, Εὐρ. Κύκλ. 56, Πλάτ. Κρατ. 414Α· τῶν μαστῶν ἡ θ., δι’ ἧς... τὸ γάλα διηθεῖται Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 12, 2, πρβλ. 2. 1, 38· ἐπὶ ζῴων, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
bout du sein, sein, mamelle.
Étymologie: R. Θα > Θαλ, sucer ; cf. lat. fellare ; v. θῆλυς.

Greek Monolingual

η (ΑΜ θηλή)
φρ. «θηλή του μαστού» — υποστρόγγυλη προεξοχή του μαστού, η ρώγα
νεοελλ.
1. μικρό έπαρμα της επιφάνειας οργάνου του σώματος («θηλές της γλώσσας»)
2. προεκβολή τών επιδερμικών κυττάρων η οποία θεωρείται συχνά ως είδος τριχώματος
αρχ.
(για κοντό άνθρωπο) το μέρος που προεξέχει, το κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα dhē «εκμυζώ, θηλάζω», καθώς και τα θῆλυς, θῆσθαι «θηλάζω» + επίθημα -lā, όπως δείχνουν το μετονοματικό λατ. ρ. fēlāre «εκμυζώ» (< fēla «θηλή») αλλά και το ουσ. filius «γιος» (< fēlius), το λεττον. dels «γιος», το λιθ. delĩ «βδέλλα», το αρχ. άνω γερμ. tila «γυναικείο στήθος» κ.ά. Ως β' συνθετικό απαντά με τις μορφές -θηλής και -θηλος.
ΠΑΡ. θηλάζω
αρχ.
θηλώ, θηλονή
νεοελλ.
θηλαίος, θηλίτις, θηλώδης, θήλωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. θηλαλγία, θηληπρωκτόφυλλον, θηλυπώγων, θηλοειδής, θηλορραγία
(Β' συνθετικό) αρχ. αγλαοθηλής, αθηλής, άθηλος, ελαιόθηλος, εριθηλής, εύθηλος, λιπόθηλος, νεοθηλής, νεόθηλος, ομόθηλος].

Greek Monotonic

θηλή: ἡ (*θάω), το τμήμα του στήθους που προσφέρεται για θηλασμό, θηλή, ρώγα, σε Ευρ., Πλάτ.