ἀνταυγής
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ές,
A reflecting light, sparkling, κάλλος Sannyr.1D.; κόραι Ar.Th.902; χιών D.S.17.82: pr. n. Ἀνταύγης, of the sun, Orph.Fr.237.
German (Pape)
[Seite 245] ές, wiederglänzend, entgegenleuchtend, κόραι Ar. Th. 902; χιών, blendend, D. Sic. 17, 82.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταυγής: -ές, ὁ ἀντανακλῶν φῶς, σπινθηροβολῶν, κόραι Ἀριστοφ. Θεσμ. 902· χιὼν Διόδ. 17. 82.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui réfléchit ou renvoie la lumière.
Étymologie: ἀντί, αὐγή.
Spanish (DGE)
-ές
1 luminoso, resplandeciente κάλλος Sannyr.1Suppl.Comicum, κόραι Ar.Th.902.
2 que refleja la luz χιών D.S.17.82.
Greek Monolingual
ἀνταυγής, -ές (Α)
αυτός που ανακλά φως, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -αυγής < αύγος, αυγή].
Russian (Dvoretsky)
ἀνταυγής: отражающий лучи света, сверкающий (κόραι Arph.; χιών Diod.).