γαία
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Greek Monolingual
η (AM γαῖα, Α και ιων. τ. γαίη και δωρ. τ. γαία)
1. χώμα
2. φρ. α) «γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν» — ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει (ευχή, για νεκρό πριν από την ταφή του)
6) «γαῖα πυρί μειχθήτω» — ας γίνει ό,τι θέλει, αδιαφορώ τελείως, ενδιαφέρομαι μόνο για τον εαυτό μου
νεοελλ.
πληθ.
1. εκτάσεις καλλιεργημένες ή καλλιεργήσιμες
2. ονομασία ορισμένων μεταλλικών οξειδίων
(αρχ. -μσν.) η ξηρά, η στεριά
αρχ.
1. η Γη, η γήινη σφαίρα
2. η θεά που γέννησε θεούς και ανθρώπους («παμμήτωρ Γαῖα»)
3. χώρα, τόπος
4. φρ. α) «φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν» — στην αγαπημένη του πατρίδα
β) «χυτὴ γαῖα» — το χώμα που σώρευαν πάνω από την τάφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αἷα. Η λ. γαῖα είναι ποιητ. τ. του γῆ (περισσότερες από 300 φορές χρησιμοποιείται στον Όμηρο έναντι 10 της λ. γῆ). Ως α' συνθετικό απαντά με τις μορφές γαιη- (μόνο αρχαία σύνθετα) και κυρίως γαιο- και ως β' συνθετικό με τη μορφή -γαιος, παράλληλα προς τα -γεως, -γειος, -γεος.
ΠΑΡ. αρχ. γαίηθεν, γαιήϊος, γαιώδης
(αρχ. -μσν.) γαιώ, νεοελλ. γαιούχος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. γαιηγενής, γαιήοχος, γαιηφάγος (και γαιοφάγος), γαιομέτρης, γαιονόμος, γαιοτρεφής
μσν.
γαιομαχώ
νεοελλ.
γαιαέριο, γαιάνθρακας, γαιογνώρισμα, γαιογνώστης, γαιοδεσπότης, γαιοκτήμονας, γαιομισθωτής, γαιόραμα, γαιόσακκος, γαιότοιχος, γαιοφόρος, γαιόχωση. (Β' συνθετικό) αρχ. ανάγαιος, ανώγαιος, βαθύγαιος, έγγαιος, ε(ν)νοσίγαιος, επίγαιος, ηδύγαιος, ισόγαιος, κατάγαιος, κατώγαιος, κινησίγαιος, λυπρόγαιος, μελάγγαιος, μεσόγαιος, πρόσγαιος, υπόγαιος, φιλόγαιος
νεοελλ.
απόγαιο].