ἰόεις

From LSJ
Revision as of 23:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόεις Medium diacritics: ἰόεις Low diacritics: ιόεις Capitals: ΙΟΕΙΣ
Transliteration A: ióeis Transliteration B: ioeis Transliteration C: ioeis Beta Code: i)o/eis

English (LSJ)

[ῐ], εσα, εν, (ἴον)

   A violet-coloured, dark, ἰόεντα σίδηρον Il.23.850, cf. Phoronis Fr.2, Q.S.6.48; ἰόεντα θάλασσαν Nic.Al.171.    II ἰόεις, (ἰός B) poisonous, ἄκανθαι Androm. ap. Gal.14.38 [who makes ῐ short; cf. foreg.11].

German (Pape)

[Seite 1256] εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον, was auf die Farbe bezogen wird, = ἰοειδής, wie Nic. Al. 171 ἰόεντα θάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen (ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐθετοῦντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῦντα.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόεις: εσσα, εν, (ἴον) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου, μέλας, ἰόεντα σίδηρον Ἰλ. Ψ. 850· ἰόεντα θάλασσαν Νικ. Ἀλ. 171.

French (Bailly abrégé)

1ἰόεσσα, ἰόεν;
c. ἰοειδής¹.
Étymologie: ἴον.

English (Autenrieth)

εσσα (ϝίον) = ἰοειδής, of iron, Il. 23.850†.

Greek Monolingual

(I)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) ίον
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ιώδης, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.).———————— (II)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) [ιός (III)]
ιοειδής (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός, («ἰόεσσαι ἄκανθαι», Γαλ.).

Greek Monotonic

ἰόεις: -εσσα[ῐ], -εν (ἴον), αυτός που έχει βιολετί χρώμα, μελανός, σκουρόχρωμος, σε Ομήρ. Ιλ.