κηκίδα

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

η (ΑΜ κηκίς, -ίδος)
ο όγκος που δημιουργείται λόγω παθολογικού πολλαπλασιασμού τών ιστών σε διάφορα σημεία της βαλανιδιάς και άλλων φυτών από παράσιτα ζωύφια ή φυτά και του οποίου τα συστατικά χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία, τη βαφική και την ιατρική
αρχ.
το κόκκινο χρώμα που προέρχεται από τα εξογκώματα τών φυτών
αρχ.
1. λιπαρό υγρό που βγαίνει στην επιφάνεια διαφόρων σωμάτων, π.χ. ξύλων, ιδίως όταν καίγονται («φθίνοντας ἐν κηκῑδι πισσήρει φλογός», Αισχύλ.)
2. (για αίμα) η κηλίδα («φόνον δὲ κηκίς ξὺν χρόνῳ ξυμβάλλεται», Αισχύλ.)
3. το λίπος, τα λιπαρά υγρά που εκρέουν από το σώμα του καιόμενου θύματος κατά τη θυσία («ἐπὶ σποδῷ μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο», Σοφ.)
4. ο χυλός της πορφύρας που χρησιμοποιείται για βαφή
5. το κόκκινο χρώμα που χρησιμοποιείται ως μελάνι γραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kāk- «πηδώ στριφογυρίζω, αναβλύζω» (πρβλ. και λιθουαν. šόkti «αναπηδώ», šankus «γρήγορος, ευκίνητος», αρχ. άνω γερμ. hengist, αγγλοσαξ. hengest «άλογο», θρακο-φρυγικό σίκιν(ν)ις «όρχηση τών Σατύρων στο σατυρικό δράμα». Η λ. κηκίω είναι πιθ. μετονοματικός τ. του κηκίς, ενώ, κατ' άλλη άποψη, η λ. κηκίς σχηματίζεται υποχωρητικά από το ρ. κηκίω.