ὀξυθυμία

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠθῡμία Medium diacritics: ὀξυθυμία Low diacritics: οξυθυμία Capitals: ΟΞΥΘΥΜΙΑ
Transliteration A: oxythymía Transliteration B: oxythymia Transliteration C: oksythymia Beta Code: o)cuqumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A vivacity or instability of temper, Hp.Epid.2.4.4, E.Andr.728, Ruf. ap. Orib.inc. 6.5 ; excitability, ἐς γέλωτα Aret.SD1.5, cf. Poll.2.231(v.l.).

German (Pape)

[Seite 352] ἡ, der Jähzorn, Eur. Andr. 729.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠθῡμία: ἡ, αἰφνίδιος θυμός, Ἱππ. 1037F, Εὐρ. Ἀνδρ. 728, Πολυδ. Β΄, 231.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
accès de colère.
Étymologie: ὀξύθυμος.

Greek Monolingual

η (Α ὀξυθυμία) οξύθυμος
η ιδιότητα του οξύθυμου, αψιθυμία, ευερεθιστότητα, ευθιξία
αρχ.
1. αιφνίδιος, οξύς θυμός
2. ζωηρότητα ή αστάθεια θυμού
3. ερεθισμός.

Greek Monolingual

ὀξυθύμια, τὰ (Α)
τόποι σε σταυροδρόμια τριών δρόμων κοντά σε αγάλματα της Εκάτης, όπου έκαιγαν τα καθάρσια, δηλ. τα λείψανα τών αγνιστικών και εξιλαστικών θυσιών και που ονομάζονταν έτσι γιατί τη φωτιά τήν άναβαν με κλάδους του φυτού θύμος, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί σε δαρμό ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύθυμον, ονομασία φυτού
βλ. λ. οξύθυμος].