προσαποδίδωμι

From LSJ
Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαποδίδωμι Medium diacritics: προσαποδίδωμι Low diacritics: προσαποδίδωμι Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: prosapodídōmi Transliteration B: prosapodidōmi Transliteration C: prosapodidomi Beta Code: prosapodi/dwmi

English (LSJ)

   A pay as a debt besides, ἀργύριον Hyp.Eux.17, cf. IG12.374.104,265, D.41.27 (Pass.); ἂν . . δέῃ κέρματ' ἀποδοῦναι, προσαπέδωκεν Ἀττικά Diph.66.13: metaph., π. αἰσχύνην τοῖς ἐργασαμένοις Plu.2.20b.    2 Med., sell besides, Plb.31.22.4.    II add by way of completing, ἐκεῖνο τοῖς εἰρημένοις D.H.Dem.54; αἰτίας, ἀποδείξεις, Ph.1.457,358; τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ π. Plu.2.1100e, cf. Str.12.4.10, J.Ap.1.35; state further, Thphr. CP6.7.2, Demetr. Lac. Herc. 1055.13; add to a remedy, Dsc.1.30, 2.76.9; finish off a bandage, Gal.18(1).771,796, al.

German (Pape)

[Seite 751] noch dazu wiedergeben oder als Schuld abtragen, Dem. 41, 27, im pass., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποδίδωμι: πληρώνω ὡς ὀφειλὴν προσέτι, Ὑπερείδης ὑπὲρ Εὐξενίππου, ΙΙΙ, 17, Blass, Δημ. 1036. 13· ἂν δ’ αὐτὸν δέῃ κέρματ’ ἀποδοῦναι, προσαπέδωκεν Ἀττικὰ Δίφιλος ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 13· μεταφορ., π. αἰσχύνην τινὶ Πλούτ. 2. 20Β. ― Μέσ., πωλῶ προσέτι, τι Διοδ. Ἐκλογ. 585. 9. ΙΙ. προσθέτω τι εἴς τι ὡς συμπλήρωμα, ἐκεῖνο τοῖς εἰρημένοις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 54· τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ πρ. Πλούτ. 2. 1100Ε, πρβλ. Στράβ. 566.

French (Bailly abrégé)

f. προσαποδώσω, ao. προσαπέδωκα, etc.
1 rendre ou acquitter en outre;
2 ajouter comme complément : τί τινι une ch. à une autre.
Étymologie: πρός, ἀποδίδωμι.

Greek Monolingual

Α ἀποδίδωμι
1. καταβάλλω κάτι ακόμη για να εξοφλήσω ένα χρέος
2. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα σε κάτι άλλο
3. προσθέτω σε φάρμακο
4. βεβαιώνω ακόμη περισσότερο
5. (σχετικά με επίδεσμο) αποπερατώνω, αποτελειώνω
6. μέσ. προσαποδίδομαι
πουλώ κάτι ακόμη.

Greek Monotonic

προσαποδίδωμι: μέλ. -δώσω,
I. πληρώνω ως παραπάνω οφειλή, σε Δημ.
II. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα, σε Στράβ.