Σίσυφος

Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, Sisyphus, Il.6.153, Od.11.593: prov.,

   A πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου Thgn.702; μηχαναὶ Σισύφου Ar.Ach.391; nickname of the Spartan Dercyllidas, X.HG3.1.8:—Adj. Σῑσύφειος, α, ον, E.Med. 405, etc.; Σισυφία χθών, i.e. Corinth, Epigr. ap. Paus.5.2.5; Σισυφὶς ἀκτή, αἶα, Theoc.22.158, AP7.354 (Gaet.); Σισύφειον, τό, temple of S., D.S.20.103, Str.8.6.21.

Greek (Liddell-Scott)

Σίσῠφος: [ῑ], -ου, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῆς Κορίνθου φημιζόμενος ὡς ὁ πανουργότατος τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ζ. 153· βασανιζόμενος ἐν τῷ ᾍδῃ κάτω, Ὀδ. Λ. 593· παροιμ., πλείονα δ’ εἰδείης Σισύφου Θέογν. 702· Σισύφου μηχαναὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ Σπαρτιάτου Δερκυλίδα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 8· ἐπίθετ. Σισύφειος, α, ον, Εὐρ., κλπ.· ὡσαύτως Σισυφία χθών, ἡ Κόρινθος, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 5. 2, 5· ἢ Σισυφὶς ἀκτή, αἶα Θεόκρ. 22. 158, Ἀνθ. Π. 7. 354· - Σισύφειον, τό, τὸ ἱερὸν τοῦ Σισύφου, Διόδ. 20. 103, Στράβ. 379. (Πιθαν. μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ σοφὸς (μετὰ τοῦ Αἰολ. υ ἀντὶ ο), ὁ Σοφὸς ἢ Πανοῦργος· ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει: «σέσυφος· πανοῦργος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Sisyphe, fils d’Éole, roi de Corinthe, renommé pour sa fourberie.
Étymologie: par redoublement de σοφός avec υ éol. pour ο.

English (Autenrieth)

(redup. from σοφός): Sisyphus, son of Aeolus, father of Glaucus, and founder of Ephyra (Corinth), renowned for craft and wiles, Il. 6.153 ff. He was punished in Hades by rolling the ‘resulting’ stone up-hill, Od. 11.593.

English (Slater)

Σῑςῠφος son of Aiolos; king of Korinth, founder by one account of the Isthmian games.
   1 Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν (O. 13.52) Αἰολίδαν δὲ Σίσυφον κέλοντο (sc. αἱ Νηρείδες) ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (sc. ἄγειν τὰ Ἴσθμια) fr. 5.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
μυθ. μυθικός βασιλιάς, γιος του Αιόλου, ιδρυτής και βασιλιάς της Κορίνθου, ο οποίος ήταν ονομαστός για την ευφυΐα αλλά και για την πανουργία και τις πάμπολλες δόλιες πράξεις του, μεταξύ τών οποίων αναφέρεται η εξαπάτηση της Περσεφόνης κατά την κάθοδό της στον Άδη, για την οποία και καταδικάστηκε από τους θεούς να κυλάει στον Άδη έναν πελώριο βράχο ώς την κορυφή όρους, ο οποίος όμως κατρακυλούσε προς τα πίσω λίγο πριν από το τέρμα της προσπάθειάς του
νεοελλ.
(ως προσηγορ.) ο σίσυφος
ζωολ. ονομασία κολεόπτερου εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. συνδέεται με το σοφός, αν και παραμένει δυσερμήνευτη η εναλλαγή ο / υ. Η αρχική συλλαβή σι- ερμηνεύθηκε ως επιτατικός διπλασιασμός (πρβλ. σι-γαλόεις) και η εναλλαγή ε / ι (πρβλ. σέσυφος «πανούργος») μάς οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται μάλλον για σχηματισμό του προελλην. γλωσσ. υποστρώματος].

Greek Monotonic

Σίσῠφος: [ῑ], -ου, ὁ, μυθικός βασιλιάς της Κορίνθου, γνωστός ως ο πιο πανούργος από τους ανθρώπους· στον Κάτω Κόσμο του επιβλήθηκε η ποινή να μεταφέρει αέναα μια μεγάλη πέτρα σε έναν ανηφορικό βράχο, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίθ. Σισύφειος, , -ον, σε Ευρ. κ.λπ.· θηλ. Σισυφίς, σε Θεόκρ. [πιθ. τύπος του σοφός με αναδιπλασ. (με Αιολ. υ αντί ο), ο Πανούργος].