ῥάπτω

From LSJ
Revision as of 03:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάπτω Medium diacritics: ῥάπτω Low diacritics: ράπτω Capitals: ΡΑΠΤΩ
Transliteration A: rháptō Transliteration B: rhaptō Transliteration C: rapto Beta Code: r(a/ptw

English (LSJ)

Od.16.422, etc.: fut. ῥάψω (ἀπορ-) Aeschin.2.21: aor. 1

   A ἔρραψα Hdt.9.17, E.Andr.911; Ep. ῥάψα Il.12.296: aor. 2 ἔρρᾰφον (συν-) Nonn.D.7.152: plpf. ἐρραφήκει (συν-) X.Eph.1.9:—Med., aor. ἐρραψάμην Ar.Eq.784, etc.:—Pass., fut. ῥᾰφήσομαι (συν-) Androm. ap. Gal.13.685: aor. ἐρράφην [ᾰ] D.54.41, v. infr.: pf. ἔρραμμαι Ar.Ec. 24, D.54.35: poet. plpf. ἔραπτο (συν-) Q.S.9.359:—sew together, stitch, βοείας Il.12.296: abs., Ar.Pl.513:—Med., ῥαψάμενον δερμάτων ὀχετόν having made himself a pipe of leather, Hdt.3.9; ῥαψάμενός σοι τουτί (sc. τὸ προσκεφάλαιον) having got it stitched or made, Ar.Eq. 784; also, sew on or to one, Id.Nu.538:—Pass., ἐρράφθαι τὸ χεῖλος to have one's lip sewed up, D.54.35, cf. 41; ἔχειν πώγωνας ἐρραμμένους to have beards sewed on, Ar.Ec.24; ἐν μηρῷ ποτ' ἐρράφθαι Διός was sewn up in... E.Ba.243; ἐρραμμένα stitched work, a cushion or pad, Alex.98.11; χρὴ τὸ ἔποχον τοιοῦτον ἐρράφθαι ὡς . . X.Eq.12.9.    II metaph. c. dat., devise, contrive, plot, σφιν κακὰ ῥ. Od.3.118, cf. Il. 18.367; φόνον, θάνατόν τε μόρον τε ῥ., Od.16.379,422; ῥάψαι μόρον σοι E.IT681; also ἐπ' Ἕλλησι φόνον ῥ. Hdt.9.17; εἴς τινα E.Andr. 911; ἐπιβουλὰς ῥ. τινί, Lat. suere dolos, Alex.98.2: prov., τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης you sewed the shoe but A. put it on, Hdt.6.1.    2 generally, string or link together, unite, ἀοιδήν Hes.Fr.265.    3 ῥάψαντα διὰ βίου τοῖς αὐτοκράτορσι, perh. f.l. in JHS42.168 (iii A.D.).    4 ῥάπτουσα, ἡ, name of a plaster, Cels.5.19.6, 5.26.23.

German (Pape)

[Seite 834] 1) zusammennähen, zusammenflicken, sticken; βοείας, Il. 12, 296, einnähen, ἐν μηρῷ ποτ' ἐῤῥάφη Διός, Eur. Bacch. 243; ἐῤῥαμμένους ἔχουσι τοὺς πώγωνας, Ar. Eccl. 24; Plut. 513; u. med., ῥαψαμένη σκύτινον, Nubb. 530; – auch = durchnähen, ausnähen, sticken, Xen. Hipp. 12, 9; τὸ χεῖλος ἐῤῥάφθαι, Dem. 54, 35, ῥαφῆναι, 41. – 2) übertr. anzetteln, anspinnen, listig, tückisch anlegen, Apoll. L. H. μεταφορικῶς μηχανᾶσθαι καὶ κατασκευάζειν; so κακὰ ῥάπτειν τινί, Od. 3, 118. 16, 423 Il. 18, 367; φόνον, θάνατον, μόρον, Od. 16, 379. 421; φόνον ῥάψασα συγγάμῳ, Eur. Andr. 837; μόρον τινί, I. T. 681; ἐπί τινι, ἐπ' ἀνδράσι Ἕλλησι φόνον ἔῤῥαψαν, Her. 9, 17, der sprichwörtlich sagt τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔῤῥαψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης, d. i. du hast es angestiftet, Ar. hat es ins Werk gesetzt, 6, 1; einzeln bei Sp. noch so übertr. – Uebh. zusammenfügen, ἀοιδήν, Hes. frg. 34, 2. Davon ῥαψῳδός. – Nonn. hat den aor. ἔῤῥαφε, Lob. Phryn. 318.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάπτω: Ὅμ., κτλ.· - μέλλ. ῥάψω (ἀπορ-) Αἰσχίν. 31. 5· - ἀόρ. ἔρραψα, Ἡρόδ., Ἀττ.· Ἐπικ. ῥάψα Ἰλ. Μ. 296· ἀόρ. β΄ ἔρρᾰφον (συν-) Νόνν. Δ. 7. 152· - ὑπερσ. ἐρραφήκει (συν-) Ξενοφ. Ἐφέσ. 1. 9. - Μέσ., ἀόρ. ἐρραψάμην Ἀριστοφ. Ἱππ. 784, κτλ. - Παθ., μέλλ. ῥαφήσομαι (συν-) Γαλην.· ἀόρ. ἐρράφην [ᾰ] Δημ. 1270. 2, ἴδε κατωτ.· πρκμ. ἔρραμμαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 24, Δημ. 1268. 3· ποιητ. ὑπερσ. ἔραπτο (συν-) Κόϊντ. Σμ. 9. 359. Ὡς καὶ νῦν, ῥάπτωσυρράπτω, βοείας Ἰλ. Μ. 296· τὸ ἔποχον Ξεν. Ἱππ. 12, 9· ἀπολ., Ἀριστοφ. Πλ. 513· - Μέσ., ῥάπτεσθαι ὀχετὸν δερμάτων, κατασκευάζειν ὀχετὸν ἢ σωλῆνα ἐκ δέρματος, Ἡρόδ. 3. 9· ῥαψάμενός σοι τουτὶ (δηλ. τὸ προσκεφάλαιον), παραγγείλας νὰ ῥαφθῇ διὰ σέ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 783 ἀλλ’ ὡσαύτως, ῥάπτω ἐπί τινος ἢ πλησίον τινός, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 538. - Παθητ., ἐρράφθαι τὸ χεῖλος, ἔχειν ἐρραμμένον τὸ χεῖλος, Δημ. 268. 2., 1270. 2· ἔχειν πώγωνα ἐρραμμένον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 24· ἐν μηρῷ Διὸς ἐρράφη …, Ψευδο-Εὐρ. Βάκχ. 243· ἐρραμμένα, δηλ. προσκεφάλαια, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 11. ΙΙ. μεταφορ., ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, σχεδιάζω, κακὰ ῥάπτειν Ὀδ. Γ. 118, Ἰλ. Σ. 367· φόνον, θάνατον, μόρον ῥ. Ὀδ. Π. 379, 422· τινί, διά τινα, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 681· ὡσαύτως, ἐπί τινι φόνον ῥ. Ἡρόδ. 9. 17· εἴς τινα Εὐρ. Ἀνδρ. 911· ἐπιβουλὰς ῥ. τινί, Λατ. suere dolos, Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 3· παροιμ., τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔρραψας, μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης Ἡρόδ. 6. 1· πρβλ. κασσύω, κάσσυμα. 2) καθόλου, συναρμολογῶ, συνείρω, «ἀραδιάζω» κατὰ σειράν, ἑνώνω, συγκολλῶ, συνάπτω, ἀοιδὴν Ἡσ. Ἀποσπ. 34· ῥ. ἔπη, ἴδε ῥαπτὸς Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

f. ῥάψω, ao. ἔρραψα, pf. inus.
Pass. ao.2 ἐρράφην, pf. ἔρραμμαι;
coudre, acc. ; fig. κακά τινι IL, OD, φόνον OD ou ἐπί τινι φόνον HDT ou εἴς τινα ESCHL ourdir ou tramer de méchants desseins, un meurtre contre qqn;
Moy. ῥάπτομαι coudre pour soi ou sur soi, acc..
Étymologie: R. Ῥαφ coudre.

English (Autenrieth)

ipf. ῥάπτομεν, aor. ῥάψε, inf. ῥάψαι: sew, stitch, or rivet together, Il. 12.296; met., ‘devise,’ ‘contrive,’ Il. 18.367, Od. 3.118, Od. 16.379, 422.

Spanish

coser

Greek Monolingual

ῥάπτω, ΝΜΑ
βλ. ράβω.

Greek Monotonic

ῥάπτω: μέλ. ῥάψω, αόρ. αʹ ἔρραψα, Επικ. ῥάψα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐρραψάμην — Παθ., αόρ. βʹ ἐρράφην [ᾰ]· παρακ. ἔρραμμαι·
I. ράβω ή συρράπτω, ενώνω δύο κομμάτια, γαζώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. — Μέσ., ῥάπτεσθαι ὀχετὸν δερμάτων, κατασκευάζω σωλήνα, οχετό από δέρμα, σε Ηρόδ.· ῥαψάμενος τουτί (ενν. τὸ προσκεφάλαιον), παρήγγειλες να ραφθεί για 'σένα, σε Αριστοφ.· αλλά επίσης, ράβω επάνω σε ή δίπλα σε κάτι, στον ίδ. — Παθ., ἐρράφθαι τὸ χεῖλος, το να έχει κάποιος τα χείλη του ραμμένα, κλειστά, σε Δημ.
II. μεταφ., επινοώ, σκαρώνω, εφευρίσκω, μηχανεύομαι, συνωμοτώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., τὸ ὑπόδημα ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης, εσύ έφτιαξες το παπούτσι, αλλά ο Αρισταγόρας το φόρεσε, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥάπτω: (impf. ἔρραπτον - эп. ἔραπτον и ῥάπτον, fut. ῥάψω, aor. ἔρραψα - эп. ῥάψα; pass.: aor. 2 ἐρράφην с ᾰ, pf. ἔρραμμαι)
1) шить, сшивать (βοείας Hom.): ῥάπτεσθαί τινί τι Arph. собственноручно сшить кому-л. что-л.; τοῦτο τὸ ὑπόδημα ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης Her. сшил эту обувь ты, а надел (ее) Аристагор, т. е. затеял это ты, а осуществил Аристагор;
2) зашивать, вшивать (τι εἴς τι Eur.);
3) слагать, сочинять (ἀοιδήν Hes.);
4) затевать, замышлять, подстраивать (φόνον ἐπί τινι Her.; μόρον τινί Eur.).