θαιρός

From LSJ
Revision as of 21:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαιρός Medium diacritics: θαιρός Low diacritics: θαιρός Capitals: ΘΑΙΡΟΣ
Transliteration A: thairós Transliteration B: thairos Transliteration C: thairos Beta Code: qairo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pivot of a door or gate, ῥῆξε δ' ἀπ' ἀμφοτέρους θαιρούς Il. 12.459, cf. Q.S.3.27, Agath.1.10.    II axle of a chariot, S.Fr. 596. (Perh. for θϝᾰρ-yos, cf. θύρα.)

German (Pape)

[Seite 1181] ὁ, die Thürangel, Il. 12, 459, VLL. στροφεύς, die nach Hesych. von oben nach unten ging, ὁ διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεύς, Qu. Sm. 3, 27 heißt es πύλας δ' εἰς οὖδας ἔρεισε θαιρῶν ἐξερύσας, nachdem er sie aus den Angeln gerissen hatte. – Nach Poll. 1, 144 am Wagen die Eckhölzer, in welche die Seiten des Wagenkastens eingefügt sind, u. die Seitenstücke selbst, = θαιραῖα ξύλα, ibd. 253, vielleicht Wagenrungen. – Bei Soph. fr. 538 die Achse des Wagens.

Greek (Liddell-Scott)

θαιρός: ὁ, (ἴδε θύρα) ὁ στρόφιγξ θύρας, ῥῆξε δ’ ἀπ’ ἀμφοτέρους θαιροὺς Ἰλ. Μ. 459, Κόϊντ. Σμ. 3. 27. ΙΙ. ὁ ἄξων ἅρματος, Σοφ. Ἀποσπ. 538· ― θαιραῖα ξύλα, ξύλα, ὧν χρῆσις ἐγίνετο πρὸς κατασκευὴν θαιρῶν, Πολυδ. Α΄, 144, 253.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gond d’une porte.
Étymologie: pour *θαριός de *θϜαριός, cf. θύρα.

English (Autenrieth)

hinge, pl., Il. 12.459†. (See cuts from Egyptian originals; also under ἐπιβλής, No. 35.)

Greek Monolingual

ό (Α θαιρός)
νεοελλ.
1. τεχνολ. μοχλός ή άξονας που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση κινητών τμημάτων ενός οχήματος
2. ναυτ. η βελόνη ή ο πείρος που χρησιμοποιείται για την προσαρμογή και σταθεροποίηση περίστρεπτων εξαρτημάτων («θαιρός του πηδαλίου» — το εξάρτημα με το οποίο το πηδάλιο προσαρμόζεται στο ποδόστημα του πλοίου
αρχ.
1. η στρόφιγγα, ο ρεζές της θύρας
2. άξονας τροχού άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη η λ. προέρχεται από θFaρ-ıό-ς, που θεωρήθηκε ως συνθ. του θύρα και του ιέναι «έρχομαι». Πιθ. παράγωγο του θύρα.

Greek Monotonic

θαιρός: ὁ, ο μεντεσές της πόρτας ή της θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

θαιρός:1) дверной крюк, дверной шип: ῥῆξε δ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοτέρους θαιρούς Hom. (ударом камня Гектор) сбил оба крюка;
2) ось повозки Soph.