ἀρεσκεία
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
German (Pape)
[Seite 348] ἡ, gefälliges, schmeichelndes Wesen, meist tadelnd, Gefallsucht, Kriecherei; vgl. Theophr. char. 5; Pol. 31, 26, 5; τοῦ βασιλέως, Gehorsam, 6, 2, 12; Selbstgefälligkeit, M. Anton. 5, 18.
English (Strong)
from a derivative of ἀρέσκω; complaisance: pleasing.
English (Thayer)
(T WH ἀρεσκια (see Iota)), ἀρεσκειας, ἡ (from ἀρεσκεύω to be complaisant; hence, not to be written (with R G L Tr) ἀρεσκεία (cf. Chandler § 99; Winer s Grammar, § 6,1g.; Buttmann, 12 (11))), desire to please: περιπατεῖν ἀξίως τοῦ κυρίου εἰς πᾶσαν ἀρεσκείαν, to please him in all things, Philo, opif. § 50; de profug. § 17; de victim. § 3at the end In native Greek writings commonly in a bad sense: Theophrastus, char. 3 (5); Polybius 31,26, 5; Diodorus 13,53; others; (cf. Lightfoot on Colossians , the passage cited)).
Greek Monolingual
η (AM ἀρέσκεια)
ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση
αρχ.
1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια
2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον
3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά
4. αἱ ἀρέσκειαι
αι δόξαι, οι προλήψεις, το να πιστεύουν μερικοί ό,τι τους αρέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρεσκος.
ΣΥΝΘ. αυταρέσκεια
νεοελλ.
απαρέσκεια, δυσαρέσκεια, ευαρέσκεια φιλαρέσκεια].
Greek Monotonic
ἀρεσκεία: ἡ, η προθυμία κάποιου να κάνει ό,τι ευχαριστεί κάποιον άλλο προκειμένου να φανεί αρεστός, υπερβολική φιλοφροσύνη, δουλοπρέπεια, σε Αριστ.
Middle Liddell
the character of an ἄρεσκος, complaisance, obsequiousness, Arist.