Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γογγύλος

From LSJ
Revision as of 13:19, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γογγύλος Medium diacritics: γογγύλος Low diacritics: γογγύλος Capitals: ΓΟΓΓΥΛΟΣ
Transliteration A: gongýlos Transliteration B: gongylos Transliteration C: goggylos Beta Code: goggu/los

English (LSJ)

[ῠ], η, ον,

   A = στρογγύλος, round, A.Fr.199.7, S.Ichn.297, Pl.Cra.427c; [μᾶζα] Ar.Pax28; λίθος ἄθετος IG12.372.22; ἐλαῖαι Plb. 12.2.4: Comp. -ώτερος Ath.4.139a.    2 = σκληρός, Hsch.    II Subst. γόγγῠλος, ὁ, (proparox. acc. to Hdn.Gr.1.164) = κόνδυλος, Sch.Lyc.435.    2 = ὄλυνθος, Nic.Th.855. (Redupl. form from root of γαυλός, γύλιος, etc.)

German (Pape)

[Seite 500] = στρογγύλος, rund, Plat. Crat. 427 c u. bei Ath. u. a. Sp.; λίθος Schol. Ar. Pax 28; Inscr. 160, 2; Galen. auch γογγύλιος

Greek (Liddell-Scott)

γογγύλος: [ῠ], η, ον,= στρογγύλος, κυκλοτερής, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 182· μᾶζα γογγύλη Ἀριστοφ. Εἰρ. 28· λίθος γ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160 α. 22, πρβλ. Bückh σ. 274. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γόγγυλος, ὁ, (προπαροξ. κατὰ τὸν Ἀρκάδ. 56) = κόνδυλος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 435· (γογγύλη χεὶρ παρ’ Εὐδοκ.)

French (Bailly abrégé)

η, ον :
rond, arrondi.
Étymologie: DELG rien de sûr.

Greek Monolingual

(I)
ο
γένος Εντόμων της οικογένειας Mantidae (τάξη Ορθόπτερων).———————— (II)
γογγύλος, -η, -ον (Α)
στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε IE gong- /geng-. To επίθημα -ύλος απαντά σε τύπους με παρεμφερή σημασία (πρβλ. αγκύλος, καμπύλος, στρογγύλος). Δυνατόν να υποτεθεί τ. γογγρός «στρογγυλός», που δίνει τον τ. γογγύλος (πρβλ. Αισχύλος -αισχρός). Τέλος, ο τ. γογγύλος μπορεί να συσχετιστεί με το νορβ. kọkkr «όγκος», γερμ. kankuz, λιθ. gungulӯs «τόπι, μπάλα»].

Greek Monotonic

γογγύλος: [ῠ], -η, -ον = στρογγύλος, κυκλικός, στρογγυλός, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

γογγύλος: (ῠ) шарообразный, круглый (πέτρα Aesch. - v. l. στρογγύλος; sc. μάζα Arph.).