δεκάβοιος

From LSJ
Revision as of 18:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάβοιος Medium diacritics: δεκάβοιος Low diacritics: δεκάβοιος Capitals: ΔΕΚΑΒΟΙΟΣ
Transliteration A: dekáboios Transliteration B: dekaboios Transliteration C: dekavoios Beta Code: deka/boios

English (LSJ)

ον, (βοῦς)

   A worth ten oxen, τὸ δ. a coin attributed to Theseus, Plu. Thes.25; δεκάβοιον ἀποτίνειν, from a law of Draco, Poll.2.61.

German (Pape)

[Seite 542] zehn Rinder werth, Plut. Thes. 25.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάβοιος: -ον, (βοῦς), ἀξίζων δέκα βοῦς, τὸ δεκ., νόμισμα ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Θησέα, Πλούτ. Θησ. 25· δεκάβοιον ἀποτίνειν, ἔκ τινος νόμου τοῦ Δράκοντος, Πολυδ. Β΄, 61, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du prix de dix bœufs.
Étymologie: δέκα, βοῦς.

Greek Monolingual

δεκάβοιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία δέκα βοδιών
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάβοιον
νόμισμα που ορίστηκε, όπως αναφέρεται, από τον Θησέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -βοιος < βους (πρβλ. αλφεσίβοιος, εκατόμβοιος)].

Greek Monotonic

δεκάβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που αξίζει ίσαμε δέκα βόδια· τὸ δεκάβοιον, νόμισμα αποδιδόμενο στο Θησέα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δεκάβοιος: стоимостью в 10 «быков», т. е. в десять монет с изображением быка (выпущенных Тесеем) Plut.