πλαίσιον

From LSJ
Revision as of 11:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαίσῐον Medium diacritics: πλαίσιον Low diacritics: πλαίσιον Capitals: ΠΛΑΙΣΙΟΝ
Transliteration A: plaísion Transliteration B: plaision Transliteration C: plaision Beta Code: plai/sion

English (LSJ)

τό,

   A = πλινθίον, πλινθεῖον (qq.v.), oblong case or frame used in moulding bricks and in measuring, Ar.Ra.800 (pl.), Pl.Com. 147; χιτωνίσκος ἐμ π. in an oblong box, IG22.1514.13, al., cf. BCH28.165 (Delos); κεκρυφάλους τρεῖς ἐμ π. IG22.1522.18; oblong scaffold or platform, Plu.Alex.67 : pl., of the frames enclosing Solon's ἄξονες, Id.Sol.25; of frames in roof-panelling, IG12.372E2,al., Inscr.Délos 504A13,15 (iii B. C.).    II hollow rectangle, ἐν π. τετάχθαι Th.7.78, cf. 6.67, X.An.1.8.9 ; = ἐν ἑτερομήκει σχήματι, Ael.Tact.37.8, Arr. Tact.29.7 ; ἰσόπλευρον π. X.An.3.4.19, Arr.An.4.5.6 ; [Σμύρνα] ἀνέχει ἐν π. Aristid.Or.23(42).20 ; of the shape of the Acropolis of Alexandria, Aphth.Prog.12.    III εἰς τὰ π. prob. f.l. for εἰς τὰ πλάγια in D.C.40.2.

German (Pape)

[Seite 624] τό, ein längliches Viereck, jeder so gestellte Körper; ξύμπηκτα, Ar. Ran. 799. Bes. eine tactische Aufstellung der Soldaten im länglichen, auch gleichseitigen Vierecke, σχῆμα τετράγωνον, Schol. Thuc. 6, 67, vgl. 7, 78; Xen. An. 3, 2, 36. 7, 8, 16; ἰσόπλευρον, 3, 4, 19. 22; Sp., wie Plut. Alex. 67.

Greek (Liddell-Scott)

πλαίσιον: τό, σχῆμαπρᾶγμα τετράπλευρον ἐπίμηκες, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800· Σμύρνα ἀνέχει ἐν πλ. Ἀριστείδ. 1. 521· ὡσαύτως, ὀρθογώνιον τετράπλευρον, Ρήτορες (Walz) 1. 106· ἰσόπλευρον πλ., τετράγωνον, ὡς τὸ πλινθίον, «πλαίσιον Ἀττικοί· πλινθίον Ἕλληνες» Μοῖρις 312, πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. 720· ἔνθα δὲ οἱ Ἕλληνες ἔγνωσαν ὅτι πλαίσιον ἰσόπλευρον πονηρὰ τάξις εἴη πολεμίων ἑπομένων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 19, Ἀρρ. Ἀν. 4. 5, 10, πρβλ. Sturz. Λεξ. Ξεν.· ― ἐν πλαισίῳ, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, χιτωνίσκος ἐν πλαισίῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 16 κἑξ.: μάλιστα ἐπὶ στρατοῦ, ἐν πλαισίῳ τετάχθαι, ἐν τετραγώνῳ σχήματι, Λατ. agmine quadrato, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τάξιν τῆς πορείας, Λατ. agmine longo, Θουκ. 7. 78, πρβλ. 6. 67, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 9, κτλ. (ἴδε ἐν λ. τετράγωνος)· (τὸ παρὰ Δίωνι Κ. 40. 2, εἰς τὰ πλαίσια βάλλειν, φαίνεται ὅτι εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τοῦ εἰς τὰ πλάγια)· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἐπιμήκους ἰκριώματος, Πλουτ. Ἀλέξ. 67· ἐπὶ κιβωτίου, ὁ αὐτ. ἐν Σόλωνι 25. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς αἱ λέξεις πλατύς, πλάτος, πλάθανον.) ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πλαίσιον· ἡ ἐν τετραγώνῳ τῶν στρατιωτῶν τάξις· καὶ πίναξ. καὶ πλινθίον. καὶ διὰ ξύλων τετράγωνα πήγματα».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 rectangle ou carré long : ἐν ὑψηλῷ πλαισίῳ PLUT sur un tréteau quadrangulaire ; ἐν πλαισίοις PLUT dans une boîte quadrangulaire;
2 bataillon carré ou oblong : ἐν πλαισίοις en carré long.
Étymologie: πλατύς.

Greek Monotonic

πλαίσιον: τό, επίμηκες σχήμα ή σώμα, σε Αριστοφ.· ἰσόπλευρον πλαίσιον, τετράγωνο, σε Ξεν.· λέγεται για το στράτευμα, ἐνπλαισίῳ τετάχθαι, παρατάχθηκε σε τετράγωνο σχηματισμό, Λατ. agmire quadrato, σε Θουκ., Ξεν. (πιθ. από την ίδια ρίζα όπως το πλατ-ύς).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλαίσιον -ου, τό, rechthoekig frame baksteenvorm. Aristoph. Ran. 800. stellage. Plut. Alex. 67.2. omlijsting:; κατεγράφησαν εἰς ξυλίνους ἄξονας ἐν πλαισίοις περιέχουσι στρεφομένους ze werden geschreven op houten tafeltjes die in omlijstingen ronddraaiden Plut. Sol. 25.1; milit.: ἐν πλαισίῳ in rechthoekige opstelling Xen. An. 1.8.9; π. ἰσόπλευρον carré Xen. An. 3.4.19.