προμήκης

From LSJ
Revision as of 02:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμήκης Medium diacritics: προμήκης Low diacritics: προμήκης Capitals: ΠΡΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: promḗkēs Transliteration B: promēkēs Transliteration C: promikis Beta Code: promh/khs

English (LSJ)

ες, (μῆκος)

   A prolonged, elongated, βέλεα Hp.VC11, cf. S. Ichn.294; π. ἡ τῶν ὄφεων φύσις Arist.GA718a20; σφῆκες -έστεροι τὴν μορφήν Id.HA627b25, etc.; of Pericles, π. τὴν κεφαλήν Plu.Per. 3.    2 protruding, γλῶσσα Aret.SA1.5.    II oblong, σχῆμα Pl. Tht.148a; φύλλον προμηκέστερον ἀπίου Thphr.HP3.10.1; of rightangled triangles, having the sides which contain the right angle unequal, Pl.Ti.54a.    2 of numbers, made up of two unequal factors (as 8 = 2 X 4, 32 = 4 X 8), opp. τετράγωνος or ἰσόπλευρος, Id.Tht.l.c., D.L.3.24; also of solid numbers, having not more than two out of three factors equal, Anon. in Tht.42.45.

German (Pape)

[Seite 734] ες, vorn lang od. länglich zugehend, oblong Plat. Tim. 54 a u. öfter; auch ἀριθμός, Theaet. 148 a, wie 2 mal 4 = 8, 4. 8 = 32, Nicom. arithm. 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

προμήκης: -ες, (μῆκος) μακρός, βέλος Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903· πρ. ἡ τῶν ὄφεων φύσις Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 1· σφῆκες προμηκέστεροι τὴν μορφὴν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 41. 1, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Περικλέους, προμήκης τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Περικλ. 3. ΙΙ. ἐπιμήκης, ὀρθογώνιος, Πλάτ. Τίμ. 54Α· φύλλον προμηκέστερον ἀπίου Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ δύο ἀνίσων παραγόντων (οἷον 8 = 2 x 4, 32 = 4 x 8), ἀντίθετον τῷ τετράγωνοςἰσόπλευρος, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α, Διογ. Λ. 3. 24. Πρβλ. ἑτερομήκης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
oblong, allongé ; προμήκης ἀριθμός nombre qui est le produit de deux facteurs inégaux.
Étymologie: πρό, μῆκος.

Greek Monolingual

-όμηκες, ΝΑ
νεοελλ.
φρ. α) «προμήκης μυελός» — τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια του άνω άκρου του νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά σώματα τών νευρώνων] και λευκή ουσία [νευρικές ίνες]
β) «προμήκης δόνηση» — δόνηση του αέρα κατά την οποία η κύμανση, καθώς προχωρεί, παράγει τον ήχο
αρχ.
αυτός που εκτείνεται προς τα εμπρόςπρομήκης ἡ τῶν ὄφεων φύσις», Αριστοτ.)
2. (για γλώσσα) αυτή που προεξέχει
3. προσωνυμία του Περικλή επειδή είχε μακρουλό κεφάλι («προμήκη δὴ τὴν κεφαλήν καὶ ἀσύμμετρον», Πλούτ.)
4. επιμήκης, μακρουλός
5. (για ορθογώνιο τρίγωνο) αυτό που έχει τις πλευρές οι οποίες περιλαμβάνουν την ορθή γωνία άνισες («τοῑν δὴ δυοῑν τριγώνοιν τὸ μὲν ἰσοσκελὲς μίαν εἴληχε φύσιν, τὸ δὲ πρόμηκες ἀπεράντους», Πλάτ.)
6. (για αριθμό) αυτός που προέρχεται από δύο άνισους παράγοντες, π.χ. 8 = 2x4
7. (για στερεό σχήμα) αυτός που, από τις τρεις διαστάσεις του, έχει το πολύ τις δύο ίσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. επι-μήκης].

Greek Monotonic

προμήκης: -ες (μῆκος), παρατεταμένος, επιμηκυμένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προμήκης: 1) (тж. π. τὴν μορφήν или τὸ σχῆμα Arst.): удлиненный, продолговатый (ἡ π. φύσις, sc. τῶν ὄφεων Arst.): π. τὴν κεφαλήν (acc. relat.) Plat. с удлиненной головой;
2) состоящий из двух неравных сомножителей (ἀριθμός Plat.).