πόρπη

From LSJ
Revision as of 02:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρπη Medium diacritics: πόρπη Low diacritics: πόρπη Capitals: ΠΟΡΠΗ
Transliteration A: pórpē Transliteration B: porpē Transliteration C: porpi Beta Code: po/rph

English (LSJ)

, (πείρω)

   A = περόνη, brooch, clasp for fastening dresses, esp. on the shoulders; used for piercing the eyes, E.Ph.62, Hec.1170: mostly pl., of the fastenings for women's dresses, Il.18.401, h.Ven.163, E.El.318, etc.; worn as emblem of rank by συγγενεῖς τῶν βασιλέων, LXX 1 Ma.10.89; by a Roman officer,=fibula, IGRom.1.1299 (Egypt); of a hair-clasp, Luc.Dom. 7.

German (Pape)

[Seite 685] ἡ (wahrscheinlich von πείρω, περάω, durchstechen), der Ring an der Spange, Schnalle, in welchem die περόνη befestigt war, u. übh. Spange, Heftel, Il. 18. 401, h. Ven. 164, bei der weiblichen Kleidung gebraucht; χρυσηλάτοις πόρπαισιν αἱμάξας κόρας, Eur. Phoen. 62; χρυσέαις ἐζευγμέναι πόρπαισιν, El. 318. Nach Poll. 7, 54 an der Brust, wie περόνη an der Schulter. – Einzeln bei Sp. – Hesych. erkl. auch ὁ ἀνοχεὺς τῆς ἀσπίδος, εἰς ὃν ὁ πῆχυς ἀνίεται, also = πόρπαξ.

Greek (Liddell-Scott)

πόρπη: ἡ, (πείρω) = περόνη, καρφίς, ὅθεν καθόλου, περόνη μετὰ κρίκου ἢ θηλυκώματος, «καρφίτσα», χρήσιμος πρὸς στερέωσιν ἐνδυμάτων ἐπὶ τοῦ σώματος, μάλιστα ἐπὶ τοῦ ὤμου· ἐγένετο χρῆσις αὐτῆς πρὸς διατρύπησιν ὀφθαλμῶν, Εὐρ. Φοίν. 62, Ἑκάβ. 1170· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., καὶ ἐπὶ τῶν ἐν χρήσει ἐν τῷ γυναικείῳ ἱματισμῷ ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ τῷ τῶν ἀνδρῶν, Ἰλ. Σ. 401, Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 164, Εὐρ. Ἑλ. 318· ἐπὶ καρφίδος τῆς κόμης, Λουκ. περὶ Οἴκου 7.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
agrafe, particul. :
1 agrafe pour attacher le vêtement sur l’épaule;
2 agrafe ou boucle pour la chevelure.
Étymologie: πείρω.

English (Autenrieth)

(πείρω): buckle, brooch, Il. 18.401†. (See cut No. 97.)

Greek Monotonic

πόρπη: ἡ (πείρω), = περόνη, καρφίτσα, σε Ευρ.· στον πληθ., πόρπη ή καρφίτσα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πόρπη:1) застежка, пряжка, булавка Hom., HH, Eur.;
2) головная шпилька, пряжка для волос Luc.