προκηρύσσω

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκηρύσσω Medium diacritics: προκηρύσσω Low diacritics: προκηρύσσω Capitals: ΠΡΟΚΗΡΥΣΣΩ
Transliteration A: prokērýssō Transliteration B: prokēryssō Transliteration C: prokirysso Beta Code: prokhru/ssw

English (LSJ)

Att. προκηρύττω,

   A proclaim by herald, proclaim publicly, S. Ant.461, Is.6.37, etc.: c. inf., π. ὠνεῖσθαι τὸν βουλόμενον Arist.Oec. 1350a20; π. οἱ ἔφοροι κείρεσθαι Plu.Cleom.9: c. acc. rei, δρόμον π. S.El.684; ταῦτα Id.Ant.34; π. στεφάνους τινί Plb.5.60.3; π. ἀγοράν Ael.VH4.1; advertise for sale, κατ' ἀγορὰν τὰ ὤνια Poll.8.103 (v.l.); put up to auction, γῆν PEleph.23.15 (iii B. C.):—Pass., POxy.2112.12 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 730] att. -ττω, vorher od. öffentlich durch den Herold ausrufen; ᾔσθετ' ἀνδρὸς ὀρθίων κηρυγμάτων δρόμον προκηρύξαντος, Soph. El. 674; Ant. 457; Isae. 6, 37 u. sonst bei Rednern; ἀγοράν, Ael. V. H. 4, 1; προκηρύξας αὐτοῖς στεφάνους ἐπ' ἀνδραγαθίᾳ, Pol. 5, 60, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προκηρύσσω: Ἀττ. -ττω, διὰ κήρυκος διακηρύττω, δημοσίᾳ ἀγγέλλω, Σοφ. Ἀντ. 461, Ἰσαῖ. 60. 2, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., πρ. ὠνεῖσθαι τὸν βουλόμενον Ἀριστ. Οἰκ. 2. 23· οἱ ἔφοροι πρ. κείρεσθαι Πλουτ. Κλεομ. 9· μετ’ αἰτ. πράγμ., δρόμον πρ. Σοφ. Ἠλ. 684· ταῦτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 34· πρ. στεφάνους τινὶ Πολύβ. 5. 60, 3· πρ. ἀγορὰν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 1· τὰ ὤνια κατ’ ἀγορὰν Πολυδ. Ηϳ, 103.

French (Bailly abrégé)

f. προκηρύξω, ao. προεκήρυξα, par contr. προὐκήρυξα;
1 faire annoncer par un héraut : τι qch;
2 publier ou annoncer en parl. d’un héraut, acc..
Étymologie: πρό, κηρύσσω.

English (Strong)

from πρό and κηρύσσω; to herald (i.e. proclaim) in advance: before (first) preach.

English (Thayer)

1st aorist participle προκηρυξας; perfect passive participle προκεκηρυγμενος;
1. to announce or proclaim by herald beforehand (Xenophon, resp. Lac. 11,2; Isaeus, p. 60,2; Polybius, Josephus, Plutarch, others).
2. universally, to announce beforehand (of the herald himself, Sophocles El. 684): Ἰησοῦν Χριστόν, i. e. his advent, works, and sufferings, passive, τί, Ἰερεμίας τά μέλλοντα τῇ πόλει δεῖνα προεκηρυξεν, Josephus, Antiquities 10,5, 1).

Greek Monolingual

ΝΑ και προκηρύχνω Ν και προκηρύττω Α
διακηρύσσω, ανακοινώνω μέσω κήρυκα
νεοελλ.
αναγγέλλω επίσημα και δημόσια κάτι που πρόκειται να γίνει, ώστε να κάνουν οι ενδιαφερόμενοι τις απαραίτητες ενέργειες («προκηρύχθηκε διαγωνισμός για δέκα θέσεις υπαλλήλων»)
αρχ.
1. διαλαλώ κάτι προς πώληση
2. εκθέτω σε δημοπρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηρύσσω (< κῆρυξ)].

Greek Monotonic

προκηρύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ανακοινώνω με κήρυκα, διακηρύσσω δημοσίως, σε Σοφ.· με αιτ. πράγμ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προκηρύσσω: атт. προκηρύττω
1) объявлять или приказывать через глашатая (τι Soph.; π. τινὶ ποιεῖν τι Arst., Plut.): π. δωρεάς τινι Polyb. объявить через глашатая о присуждении наград кому-л.;
2) проповедовать (τι NT).