ἀναίτιος
English (LSJ)
ον, also α, ον Hdt.9.110, A.Ch.873:—in the best authors, only of persons,
A not being the fault or cause of a thing, guiltless, ἀναίτιον αἰτιάασθαι Il.13.775, cf. Od.20.135, etc.; αἰτία ἑλομένου, θεὸς ἀ. Pl.R.617e; ἀναίτιος ἀθανάτοις guiltless before the gods, Hes.Op.827, cf. E.Med.730; ἀ. παρά τινι X.Cyr.1.6.10; ἀ. αἷμα ἐκχέαι SIG1181.6. 2 c. gen. rei, guiltless of a thing, Hdt.1.129, 7.233, etc.; φόνου, κακῶν, A.Ag.1505, Ch.873; κακίας Pl.Ti.42d; ἀφροσύνης X.Cyr.1. 5.10: οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, c. inf., it is blamable to do, ib.5.5.22. II not being the cause, τὸ ἀ. τιθέναι ὡς αἴτιον Arist.APr.65b16, cf. Rh. 1401b30; having no cause, unjustifiable, κολάσεις Phld.Ir.p.52 W. Adv. -ως not in the form of a cause, ἀ. τὴν αἰτίαν ἔχειν Plot.6.7.2; without assigning any reason, ὁλοσχερῶς καὶ ἀ. λεκτέον Simp.in Cael.665.11. III uncaused. Plot.3.1.1, Phlp. in Ph.277.1: Sup., Sch.E.Hipp.672. Adv. -ως without a cause, Gal. 10.36, S.E.P.3.67, Simp.in Ph.641.10; ἀ. γίγνεσθαι Alex.Aphr.in Metaph.309.15.
German (Pape)
[Seite 190] (ἀναιτία fem. Aesch. Ch. 860 Her. 9, 110), unschuldig, nicht Schuld od. Ursache von etwas, ἀναίτιον αἰτιάασθαι, den Unschuldigen anklagen, Il. 18, 775 u. öfter; ἀθανάτοις, schuldlos vor den Göttern, Hes. O. 825; κακίας, κακῶν, am Unglück, Plat. Tim. 42 d Rep. II, 379 b; ἀφροσύνης, von Wahnsinn frei zu sprechen, Xen. Cyr. 1, 5, 10; ἀναίτιος ἔσῃ παρὰ τοῖς στρατιώταις, du wirst nicht von ihnen angeklagt werden, 1, 6, 10. – Adv., Sp. neben ἀγεννήτως, Plut. de an. procr. e Tim. b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίτιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Ἡρόδ. 9. 110, Αἰσχ. Χο. 873, πρβλ. μεταίτιος: ― παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. μόνον ἐπὶ προσώπων, ― ὁ μὴ αἴτιος, ἀθῷος, ἀναίτιον αἰτιάασθαι Ἰλ. Ν. 775, πρβλ. Ὀδ. Υ. 138, κτλ.· ἀναίτιος ἀθανάτοισιν, ἀθῷος ἐνώπιον τῶν θεῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 827, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 730· ἀν. παρά τινι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 10. 2) μ. γεν. πράγμ., ἀθῷος ἀπό τινος πράγματος, Ἡρόδ. 1. 129., 7. 233, κτλ.· φόνου, κακῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1505, Χο. 873· κακίας Πλάτ. Τίμ. 42D· ἀφροσύνης Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10: ― οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, μ. ἀπαρ., εἶναι ἀξιόμεμπτον τὸ νὰ πράξῃ τις .., αὐτόθι 5. 5, 22. ΙΙ. τὸ μὴ ὂν αἴτιον, τὸ ἀν. τιθέναι ὡς αἴτιον Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 2. 17, 3, πρβλ. Ρητ. 2. 4, 8: ― Ἐπίρρ. ἀναιτίως Σέξτ. Ἐμπ. 3. 67.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
non coupable, non responsable, innocent ; τινος de qch ; τινι, παρά τινι envers qqn ; οἱ ἀναίτιοι les innocents ; οὐκ ἀναίτιόν ἐστι avec l’inf. XÉN il est blâmable de.
Étymologie: ἀ, αἴτιος.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [-α, -ον Hdt.9.110, A.Ch.873]
I 1de pers. no culpable, inocente ἀναίτιον αἰτιάασθαι Il.13.775, cf. Od.20.135, ἀναίτιοι ἔργα τίνουσιν Sol.1.31, αἰτία ἑλομένου, θεὸς ἀναίτιος Pl.R.617e, cf. Lg.727b, ἁ δὲ πόλις ἀ. καὶ ἀζάμιος [ἔσ] τω IG 12(2).1.17 (Mitilene IV a.C.), cf. Plb.5.11.5, PTeb.43.32 (II a.C.), Clem.Al.Strom.1.1.4, PLond.1677.54 (VI a.C.), τὸ ἀναίτιον αἷμα ID 2532.1A.6 (Renea II a.C.), καταδιδασκαλοῦντες τὰς ἀναιτίους ψυχάς 2Ep.Clem.10.5
•c. dat. no culpable a los ojos de ἀναίτιος ἀθανάτοισι Hes.Op.827, ἀναίτιος γὰρ καὶ ξένοις εἶναι θέλω E.Med.730, καὶ ἀναίτιος ἔσῃ παρὰ τοῖς σαυτοῦ X.Cyr.1.6.10
•c. gen. no culpable de Μήδους μὲν ἀναιτίους τούτου ἐόντας Hdt.1.129, cf. 7.233, ὡς μὲν ἀναίτιος εἶ τοῦδε φόνου A.A.1505, ὅπως δοκῶμεν τῶνδ' ἀναίτιαι κακῶν εἶναι A.Ch.873, κακίας Pl.Ti.42d, ἀφροσύνης X.Cyr.1.5.10
•como pred. neutr. οὐδ' ... παρὰ σοῦ δέχεσθαι ἀναίτιόν ἐστιν no es sin culpa aceptar algo que venga de ti X.Cyr.5.5.22.
2 de abstr. no causado εἰ ἀναίτιός τις εἰσάγοιτο κίνησις Chrysipp.Stoic.2.273, cf. Plot.3.1.1, στοιχεῖα Sch.E.Hipp.672, διότι τὰ κατὰ τύχην γινόμενα ἀναίτιά φαμεν εἶναι Phlp.in Ph.277.1
•inmotivado, incausado κολάσεις Phld.Ir.52, οὔτε γὰρ ἀναίτιος νόσου σύστασίς ἐστιν Plu.2.731d
•tb. de Dios: de la Trinidad ἀναίτιος γοῦν ὁ πατήρ καὶ ὁ υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα Epiph.Const.Haer.76.44 (p.398.31), de Dios Padre op. Cristo y al Espíritu Santo, Gr.Naz.M.37.751A.
3 que no es causa, no causal subst. τὸ ἀναίτιον ὡς αἴτιον τιθέναι Arist.APr.65b16, cf. 78b12, Rh.1401b30, Basil.M.29.113A.
II adv. -ως
1 inocentemente φαγεῖν Hegemon.Arch.10 (p.17.2).
2 no como una causa ἀναιτίως τὴν αἰτίαν ἔχειν Plot.6.7.2.
3 sin dar una causa o razón ὁλοσχερῶς καὶ ἀναιτίως λεκτέον Simp.in Cael.665.11.
4 sin causa εἰ δ' ἀναιτίως φθείρεται Ph.2.503, τὸ μηδὲν ἀναιτίως γίγνεσθαι Gal.10.36, ὑφ' ἑτέρου κινεῖσθαι ἤτοι ἀναιτίως κινηθήσεται S.E.P.3.67, cf. Simp.in Ph.641.10, Alex.Aphr.in Metaph.309.15, Plu.2.1015b
•de Dios Padre τὸ μὲν ἀναιτίως εἶναι Gr.Nyss.Tres dei 57.9, de Cristo ἐν ἀρχῇ ἀναιτίως Gr.Naz.M.36.100A.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and αἴτιος (in the sense of αἰτία); innocent: blameless, guiltless.
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α ἀναίτιος, -ιον και -ιος, -ία, -ιον)
1. ο μη αίτιος, μη υπεύθυνος, ανεύθυνος, αθώος
2. επίρρ. αναίτια (αρχ. -ως), χωρίς αιτία, αδικαιολόγητα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναίτιον αυτό που δεν είναι ή δεν θεωρείται ως αιτία
2. φρ. «οὐκ ἀναίτιόν ἐστι», είναι αξιοκατάκριτο
«ἀναίτιος ἔσει», δεν θα κατηγορηθείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἰτία.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναιτιάζω, αναιτιότητα, αναιτιώδης].
Greek Monotonic
ἀναίτιος: -ον και -α, -ον,
1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν αποτελεί την αιτία κάποιου πράγματος, αθώος, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. με γεν. πράγμ., μη ένοχος για κάτι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, με απαρ., είναι επιλήψιμο να κάνω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀναίτιος: и 3
1) невиновный, неповинный (Hom., Plut.; τινος Aesch., Xen., Plat.): ἀ. τινι Hes., Xen. невиновный перед кем-л.; οὐχ, ὡς ἔοικε, ἀναίτιόν ἐστι Xen. это, кажется, несколько зазорно;
2) не являющийся причиной Arst.
Middle Liddell
1. of persons, not being the cause of a thing, guiltless, Hom., etc.
2. c. gen. rei, guiltless of a thing, Hdt., Aesch., etc.: —οὐκ ἀναίτιόν ἐστι, c. inf. it is blamable to do, Xen.