κατακλάω

From LSJ
Revision as of 06:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακλάω Medium diacritics: κατακλάω Low diacritics: κατακλάω Capitals: ΚΑΤΑΚΛΑΩ
Transliteration A: katakláō Transliteration B: kataklaō Transliteration C: kataklao Beta Code: katakla/w

English (LSJ)

(A) [ᾱ], Att. for κατακλαίω (q.v.).
κατακλάω (B) [ᾰ], impf.

   A κατέκλων Il.20.227, Hdt.9.62: aor. 1 -έκλᾰσα Pl.Phd.117d:—Pass., pf. and aor. (v. infr.):—break short, snap off, ἐπ' ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων Il.l.c.; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος 13.608; τὰ δόρατα κατέκλων Hdt. l.c., cf. Pi.P.5.34; φυτευτήρια ἐλαῶν D.53.15; κατὰ δ' αὐχένα νέρθ' ἐπὶ γαίης κλάσσε bowed it down, Theoc.25.146; κ. τὸν ὀφθαλμόν ogle, Phryn.PSp.79 B.; but ὄμματα κατακεκλασμένα eyes with drooping lids, Arist.Phgn. 808a8; τὸ σῶμα . . -κέκλασται has been crushed, PMasp.77.12 (vi A.D.).    II metaph., break down, οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε he broke us all down, Pl.Phd.l.c.; πάθος, εἴτ' οἶκτος εἴτ' αἰδώς, κατέκλασε τὴν διάνοιαν Plu.Tim.7; [Ἔρως] κατακλάσας τὸ σοβαρόν Id.2.767f:—more freq. in Pass., ἐμοί γε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, κλαῖον δ' ἐν ψαμάθοισι καθήμενος Od.4.538; of fear, ἡμῖν δ' αὖτε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ δεισάντων 9.256, cf. 10.198; τὸ θράσος κατεκέκλαστο Plu. Fab.11; of passion, ἐρώτων . . νόσῳ φρένας . . κατεκλάσθη E.Hipp.766 (lyr.); of pity, οὐδὲ κατεκλάσθης Call.Del.107; of persuasion, D.L. 7.114.    2 Pass., κατακεκλασμένος reduced by fever, Hp.Coac.510: metaph., of character, to become enfeebled, degenerate, Aristeas 149: in pf. part. Pass., enervated, effeminate, of men, Com.Adesp.339.2; γραφαὶ κ. D.H.Comp.18:—Act., κ. ἑαυτόν, of an effeminate dancer, Luc.Symp.18, Salt.27.    III Pass., of light, to be refracted, opp. ἀνακλᾶσθαι (to be reflected), ὄψεως -κλωμένης Placit.3.18.1; of sound, αἱ κατακλώμεναι φωναὶ μετὰ φαρμακείην broken, feeble voice, Hp. Coac.246.

German (Pape)

[Seite 1353] = κατακλαίω, att. (s. κλάω), zerbrechen, zerknicken; ἐπὶ ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων Il. 20, 227; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος 13, 608; κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν Pind. P. 5, 32; τὰ δόρατα κατέκλων Her. 9, 60; αὐχένα ἐπὶ γαίης, niederbeugen, Thuc. 25, 147. – Häufig übertr., αὐτὰρ ἔμοιγε κατεκλάσθη φίλον ἦτορ Od. 4, 538, mein Herz wurde gebrochen, vgl. 9, 256. 10, 198. 12, 277; οὐδὲ κατεκλάσθης τε καὶ ᾤκτισας Callim. Del. 107; a. sp. D. So ist auch bei Plat. οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων, er erschütterte, rührte Jeden, Phaed. 117 d richtige Lesart für κατέκλαυσε, was »zu Thränen bringen« heißen sollte; κατέκλασε καὶ συνέτριψεν αὐτῷ τὴν διάνοιαν Plut. Timol. 4. – Auch = schwächen, Eur. Cycl. 766 u. Sp.; brechen, τὸ θράσος κατακέκλαστο Plut. Fab. 11; τὸ σοβαρόν amat. 21; von der Stimme, im Ggstz von ἀνακλᾶν, sie tiefer machen, Luc. salt. 27; bei Hippocr. κατακλώμεναι φωναί, gebrochene Stimme.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλάω: ᾱ, Ἀττ. ἀντὶ κατακλαίω.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
f. κατακλάσω, ao. Pass. κατεκλάσθην;
1 briser, acc.;
2 fléchir, courber ; Pass. se briser, se réfracter;
3 fig. briser, abattre, affaiblir : κατακλᾶν ἑαυτόν LUC se faire une voix basse et profonde.
Étymologie: κατά, κλάω.
2att. c. κατακλαίω.

English (Autenrieth)

ipf. κατέκλων: break down, break off; pass., fig., κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, my heart broke, ‘gave way,’ Od. 4.481.

English (Slater)

κατακλάω
   1 shatter κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν (P. 5.34)

Spanish

romper, quebrar

English (Strong)

from κατά and κλάω; to break down, i.e. divide: break.

English (Thayer)

κατάκλω: 1st aorist κατέκλασα; from Homer down; to break in pieces (cf. German zerbrechen (see κατά, III:4)): τούς ἄρτους, Luke 9:16.

Greek Monolingual

κατακλάω (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατακλαίω.

Greek Monotonic

κατακλάω: [ᾱ], Αττ. αντί κατακλαίω.
κατακλάω: [ᾰ], παρατ. κατέκλων, αόρ. αʹ -έκλᾰσα — Παθ., αόρ. αʹ -εκλάσθην, παρακ. -κέκλασμαι·
I. τσακίζω, μικραίνω κάτι σπάζοντάς το, αποκόπτω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
II. μεταφ., συντρίβω, οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε, μας τσάκισε όλους, συνέτριψε την καρδιά όλων μας, σε Πλάτ. — Παθ., κατεκλάσθη φίλον ἦτορ, σε Ομήρ. Οδ.· φρένας κατεκλάσθη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κατακλάω: I (λᾰ) (fut. κατακλάσω, aor. pass. κατεκλάσθην)
1) ломать (ἀνθερίκων καρπόν Hom.; τὰ δόρατα Her.; τὰς ῥάβδους Plut.; τοὺς ἄρτους NT);
2) преломлять, отклонять (ἡ ὄψις κατακλωμένη Plut.): ὄμματα κατακεκλασμένα Arst. раскосые глаза;
3) гнуть, нагибать (αὐχένα ἐπὶ γαίης Theocr. - in tmesi);
4) перен. ломать, подавлять (τὸ θράσος, τὸ σοβαρόν Plut.);
5) потрясать, надрывать, расстраивать, волновать (φίλον ἦτόρ τινι Hom.; τοὺς παρόντας Plat.; τὴν διάνοιάν τινι Plut.);
6) надламывать, расслаблять (sc. τινα τῷ πώματι Eur.; τῇ μέθῃ κατακεκλασμένος Plut.);
7) (о голосе) понижать: κατακλᾶν ἑαυτόν Luc. заговорить низким голосом.
II (λᾱ) атт. = κατακλαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κλάω, niet- Att. dialecten κατακλαίω, ook med. bejammeren, bewenen.
κατα-κλάω met acc., causat. breken, stukmaken:; τὰ δόρατα κατέκλων ze braken de speren Hdt. 9.62.2; κατέκλασεν τοὺς ἄρτους hij brak de broden NT Marc. 6.41; buigen:; κατὰ δ ’ αὐχένα νέρθ ’ ἐπὶ γαίης κλάσσε hij boog de nek neerwaarts tot op de grond Theocr. 25.146; ἑαυτὸν ἀνακλῶν καὶ κατακλῶν zich voorwaarts en achterwaarts buigend Luc. 45.27; overdr. iemands hart breken, emotioneren:. οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων er was niemand van de aanwezigen die hij niet deed breken Plat. Phaed. 117d. pass. intrans. breken, stukgaan:; κατεκλάσθη... ἔγχος de speer brak Il. 13.608; overdr. breken, geëmotioneerd raken:; ἡμῖν... κατεκλάσθη φίλον ἦτορ ons hart brak Od. 9.256; Ἀφροδίτης νόσῳ κατεκλάσθη zij is door de ziekte van Aphrodite gebroken Eur. Hipp. 766; Μινουκίου τὸ θράσος κατεκέκλαστο de moed was Minucius in de schoenen gezonken Plut. Fab. 11.6; verzwakken:. κατακεκλασμένος door koorts verzwakt Hp.