ὑπωπιάζω
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
A strike one under the eye, give him a black eye:—Pass., have a black eye, ὑπωπιασμέναι Ar.Pax541, cf. Arist.Rh.1413a20, D.L.6.89. II metaph., bruise, mortify, 1 Ep.Cor.9.27; also, annoy greatly, wear out, τινα Ev.Luc.18.5, cf. Plu.2.921f (corr. Turnebus for ὑποπιέζω).
German (Pape)
[Seite 1241] Einen in's Gesicht schlagen, so daß er davon blaue Flecke unter den Augen bekommt; übh. Einem eine Beule schlagen; übertr., δαιμονίως ὑπωπιασμέναι (πόλεις) Ar. Pax 533.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπωπιάζω: μέλλ. -άσω, τύπτω τινὰ ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν, μωλωπίζω τινὰ κατὰ τὸν ὀφθαλμόν. ― Παθ., ἔχω τὸν ὀφθαλμὸν μεμωλωπισμένον, αἱ πόλεις… ὑπωπιασμέναι, «σφοδρῶς πληγεῖσαι ὑπὸ πολέμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 541· ἐπὶ ὑπωπιασμένου, «‘ᾠήθητε δ’ ἂν αὐτὸν εἶναι συκαμίνων κάλαθον’ ἐρυθρὸν γάρ τι τὸ ὑπώπιον» Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, πρβλ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 89. ΙΙ. μεταφορ., δαμάζω, νεκρώνω, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ΄, 27· ὡσαύτως, ἐνοχλῶ μεγάλως, βασανίζω, ἵνα μὴ εἰς τέλος ἐρχομένη ὑπωπιάζῃ με Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 921F (ἔνθα ἕτεροι ὑποπιέζω), Λουκ. Νεκυομαντ. 5.
French (Bailly abrégé)
1 frapper sous les yeux, pocher les yeux;
2 p. ext. molester.
Étymologie: ὑπώπιον.
English (Strong)
from a compound of ὑπό and a derivative of ὀπτάνομαι; to hit under the eye (buffet or disable an antagonist as a pugilist), i.e. (figuratively) to tease or annoy (into compliance), subdue (one's passions): keep under, weary.
Greek Monolingual
Α ὑπώπιον
1. χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο και, ιδίως, κάτω από τα μάτια, μαυρίζω σε κάποιον το μάτι
2. μτφ. α) βασανίζω
β) δαμάζω («ἀλλ' ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ)
3. παθ. ὑπωπιάζομαι
α) έχω μαυρισμένο μάτι
β) μτφ. πλήττομαι σφόδρα («δαιμονίως ὑπωπιασμέναι ἀπαξάπασαι αἱ πόλεις», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ὑπωπιάζω: μέλ. -άσω,
I. μωλωπίζω κάποιον στο μάτι — Παθ., έχω μωλωπισμένο, μαυρισμένο μάτι, ὑπωπιασμένος, σε Αριστοφ.
II. μεταφ., μελανιάζω, μωλωπίζω, νεκρώνω, σε Καινή Διαθήκη· επίσης, ενοχλώ υπερβολικά, βασανίζω, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπωπιάζω: 1) подбить глаз: ὑπωπιασμένος Arst. с подбитыми глазами, перен. Arph. израненный, измученный;
2) перен. мучить, докучать Luc.;
3) NT v. l. = ὑποπιάζω.
Middle Liddell
fut. άσω
I. to strike one under the eye:—Pass. to have a black eye, ὑπωπιασμένος Ar.
II. metaph. to bruise, mortify, NTest.: also, to annoy greatly, wear out, NTest. [from ὑπώπιον