ψευδηγόρος

From LSJ
Revision as of 02:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδηγόρος Medium diacritics: ψευδηγόρος Low diacritics: ψευδηγόρος Capitals: ΨΕΥΔΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: pseudēgóros Transliteration B: pseudēgoros Transliteration C: psevdigoros Beta Code: yeudh/goros

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A speaking falsely, lying, Lyc.1455.

German (Pape)

[Seite 1393] falsch, unwahr redend, lügend, lügenhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδηγόρος: -ον, ὁ λέγων ψεύδη, ψευδολόγος, Λυκόφρ. 1455, Ἀνθ. Π. 1. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit des faussetés, menteur.
Étymologie: ψεῦδος, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που λέει ψέματα.
επίρρ...
ψευδηγόρως ΜΑ
με ψεύτικα λόγια, με ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ηγόρος (< ἀγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόρος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ψευδηγόρος: -ον (ἀγορεύω), αυτός που μιλάει ψευδώς, ψευδολόγος, ψεύτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ψευδηγόρος: ὁ лжец Anth.

Middle Liddell

ψευδ-ηγόρος, ον, ἀγορεύω
speaking falsely, Anth.