ἑλκέω

From LSJ
Revision as of 15:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκέω Medium diacritics: ἑλκέω Low diacritics: ελκέω Capitals: ΕΛΚΕΩ
Transliteration A: helkéō Transliteration B: helkeō Transliteration C: elkeo Beta Code: e(lke/w

English (LSJ)

= ἕλκω,

   A drag about, tear asunder, in impf. νέκυν . . εἵλκεον ἀμφότεροι Il.17.395

German (Pape)

[Seite 798] verstärktes ἕλκω, zerren, schleppen; νέκυν ἕλκεον ἀμφότεροι Il. 17, 395; τινὰ πέπλοιο, am Gewande, Arat. 637; ἑλκηθεῖσαι θύγατρες, als Gefangene fortgeschleppt, Il. 22, 62. In σὲ μὲν κύνες ἠδ' οἰωνοὶ ἑλκήσουσ' ἀϊκῶς, Il. 22, 336, vgl. 17, 558, ist es zerreißen, zerzausen; – übh. mißhandeln, entehren; ἥλκησε Od. 11, 580.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκέω: μέλλ. -ήσω, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἕλκω, σύρω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σπαράττω, ἐν τῷ παρατ., νέκυν... ἕλκεον ἀμφότεροι Ἰλ. Ρ. 395· ἐν τῷ μέλλ. καὶ ἀορ., κύνες ἑλκήσωσιν αὐτόθι 558 (ἄλλως: ἑλκύσωσιν)· οἱ μὲν κύνες ἠδ’ οἰωνοὶ ἑλκήσουσ’ Χ. 336· Λητὼ γὰρ ἥλκησε, «ἐβιάσατο» Εὐστ., ἐπεχείρησε νὰ βιάσῃ τὴν Λητώ, Ὀδ. Λ. 580· οὕτως ἐν τῷ παθ., ἑλκηθείσας τε θύγατρας Ἰλ. Χ. 62· πρβλ. ἕλκητον.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἑλκήσω, ao. ἥλκησα, pf. inus;
Pass. seul. part. ao.
ἑλκηθείς;
1 tirer, traîner;
2 tirailler, déchirer ; maltraiter, faire violence à, acc..
Étymologie: ἕλκω.

English (Autenrieth)

(ἕλκω), ipf. ἕλκεον, fut. ἑλκήσουσι, aor. ἥλκησε, aor. pass. part. ἑλκηθείσᾶς: drag, drag away (as captive), Il. 22.62; of dogs pulling and tearing, Il. 17.558, Il. 22.336; of maltreating or outraging. Od. 11.580.

Spanish (DGE)

1 arrastrar νέκυν ... εἵλκεον ἀμφότεροι Il.17.395, Ἀχιλῆος ... ἑταῖρον ... κύνες ἑλκήσουσιν Il.17.558, cf. 22.336, c. gen. οἵ μιν ἔφαντο ἑλκῆσαι πέπλοιο los cuales decían que la había arrastrado del peplo Arat.638.
2 hacer violencia, ultrajar c. ac. Λητὼ γὰρ ἥλκεσε Od.11.580, en v. pas. ἑλκηθείσας τε θύγατρας Il.22.62.

Greek Monolingual

ἑλκέω (Α)
1. σύρω για να κατασπαράξω («κύνες ἑλκήσουσι»)
2. (για γυναίκες) επιχειρώ να βιάσω, να διαφθείρω.

Greek Monotonic

ἑλκέω: μέλ. -ήσω, επιτετ. αντί ἕλκω, τραβώ δυνατά, τραβώ βίαια, σπαράζω, ξεσχίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ασκώ βία σε κάποιον, επιχειρώ επίθεση, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκέω: [intens. к ἕλκω
1) тащить, влечь (νέκυν Hom.);
2) разрывать, растерзывать (κύνες ἑλκήσουσι Πάτροκλον Hom.): ἑλκουμένης τῆς κοιλίας Plut. при мучительных резях в животе;
3) чинить насилие (ἑλκηθεῖσαι θύγατρες Hom.).

Middle Liddell

ἑλκέω, fut. -ήσω [strengthd. for ἕλκω,]
to drag about, tear asunder, Il.: to attempt violence to one, Od.