κενεών

From LSJ
Revision as of 07:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενεών Medium diacritics: κενεών Low diacritics: κενεών Capitals: ΚΕΝΕΩΝ
Transliteration A: keneṓn Transliteration B: keneōn Transliteration C: keneon Beta Code: kenew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (κενός)

   A hollow between ribs and hip, flank, Od.22.295, Poll.2.166, etc.; νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρῃ Il.5.857, cf. Hp.Prog.8 (pl.); of horses, X.Eq.12.8; of dogs, Id.Cyn. 4.1.    2 οἱ κ. τοῦ περιτοναίου the hollows of the peritonaeum, Heliod. ap. Orib.50.48.4.    II any hollow, hence periphr. οὐράνιοι AP9.207; αἰθέριος, χθόνιος κ., Nonn.D.13.453, 9.82; κενεὼν ἀρούρης ib.41.3; vacant space in a crowd, LXX 2 Ma.14.44.

German (Pape)

[Seite 1416] ῶνος, ὁ, der leere Raum, bes. die Seiten des Unterleibes zwischen den Rippen u. den Hüften, die Weichen; οὖτα δουρὶ μέσσν κενεῶνα Od. 22, 295; ἐπέρεισε νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Il. 5, 856; von Thieren, Xen. de re equ. 12, 8; Poll. 5, 59. – Sp. übh. die Leere, der leere Raum, οὐράνιοι κενεῶνες Ep. ad. 574 (IX, 207) u. Nonn. oft.

Greek (Liddell-Scott)

κενεών: -ῶνος, ὁ, (κενός), τὸ μεταξὺ τῶν πλευρῶν καὶ τοῦ ἰσχίου κοίλωμα, τὸ μέρος τὸ κενὸν ὀστῶν, λαγόνες, Ὀδ. Χ. 295, κτλ.· νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρην Ἰλ. Ε. 857, πρβλ. Ἱππ. Προγν. 39· ἐπὶ ἵππων, Ξεν. Ἱππ. 12. 8· ἐπὶ κυνῶν, Πολυδ. Ε΄, 59· ἴδε ἐν λ. λαπάρα. ΙΙ. πᾶσα κοιλότης ἢ ὀπή, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 20. 8·- ὡσαύτως περιφραστ., οὐράνιοι, χθόνιοι κ., κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ πτυχαί, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 207, Νόνν. Δ. 13. 453 ἢ 9. 82· κενεὼν ἀρούρης, κελεύθου ὁ αὐτ. Δ. 41. 3, κ. Ἰω. 13. 37· κ. τάφου, κενοτάφιον, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 234.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
creux des flancs entre les côtes et le bas-ventre ; ceinture, taille.
Étymologie: κενεός.

English (Autenrieth)

ῶνος (κενεός): the empty space of the body, part between the hips and ribs, waist, small of the back, Od. 22.295; acc. of specification, Il. 5.284; elsewhere w. ἐς.

Greek Monolingual

κενεών, -ῶνος, ὁ (ΑΜ)
κοιλότητα ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.)
αρχ.
1. το κοίλωμα μεταξύ τών πλευρών και του ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες
2. κενό διάστημα μέσα σε πλήθος («γενομένου διαστήματος ἦλθε κατά μέσον τον κενεῶνα», ΠΔ)
3. φρ. ιατρ. «οἱ κενεῶνες τοῡ περιτοναίου» — οι κοιλότητες του περιτοναίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενός + επίθ. -εών που απαντά συν. σε ονόματα τόπου (πρβλ. δαφν-εών αλλά και σε ονόματα που έχουν σχέση με μέρη του σώματος (πρβλ. ποδ-εώ)].

Greek Monotonic

κενεών: -ῶνος, ὁ (κενός),
I. κοίλωμα μεταξύ των πλευρών και του ισχίου, λαγόνια, σε Όμηρ., Ξεν.
II. κάθε κοιλότητα ή οπή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κενεών: ῶνος ὁ
1) пустота, полость: οὐράνιοι κενεῶνες Anth. небесные пространства;
2) пах (οὐτάμεναί τινα δουρὶ μέσον κενεῶνα Hom.; τὸν τοῦ ἵππου κενεῶνα σκεπάζειν Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενεών -ῶνος, ὁ [κενός] lichaamsruimte zonder bot (‘leeg’), buik:. οὖτα δουρὶ μέσον κενεῶνα met zijn speer stootte hij in zijn buik Od. 22.295.