προαναστέλλω

From LSJ
Revision as of 00:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναστέλλω Medium diacritics: προαναστέλλω Low diacritics: προαναστέλλω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: proanastéllō Transliteration B: proanastellō Transliteration C: proanastello Beta Code: proanaste/llw

English (LSJ)

   A check beforehand, τὸ θρασυνόμενον αὐτῶν Plu.Per.15; τὸν κόρον Aristaenet. 2.1; τὸ παρὰ φύσιν Procl. in Cra.p.99 P.; νέφη, of the wind, Sch.Arat. 416.    2 in Surgery, draw back or open out first, in Pass., Sor.Fract. 2.

German (Pape)

[Seite 707] vorher aufhalten, mäßigen, Plut. ἐλπίσι καὶ φόβοις ὥςπερ οἴαξι τὸ θρασυνόμενον, Pericl. 15, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

προαναστέλλω: ἀναστέλλω, ἀνακόπτω, ἐμποδίζω πρότερον, Πλουτ. Περικλ. 15, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

contenir ou réprimer d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀναστέλλω.

Greek Monolingual

ΜΑ
αναχαιτίζω, συγκρατώ εκ τών προτέρων («τὰς ταραχὰς προαναστέλλων τῆς ἐκκλησίας», Σάθ.)
αρχ.
παθ. προαναστέλλομαι
(στη χειρουργική) χαράσσομαι, ανοίγομαι για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναστέλλω «αναχαιτίζω, συγκρατώ»].

Greek Monotonic

προαναστέλλω: μέλ. -στελῶ, ανακόπτω, εμποδίζω εκ των προτέρων, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προᾰναστέλλω: заранее сдерживать, обуздывать (ὥσπερ οἴαξί τι Plut.).

Middle Liddell

fut. -στελῶ
to check beforehand, Plut.