χιόνεος

From LSJ
Revision as of 14:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐόνεος Medium diacritics: χιόνεος Low diacritics: χιόνεος Capitals: ΧΙΟΝΕΟΣ
Transliteration A: chióneos Transliteration B: chioneos Transliteration C: chioneos Beta Code: xio/neos

English (LSJ)

α, ον, (χιών)

   A snowy, snow-white, χιτῶνες Asius 13.3; σάρξ Bion 1.10; στήθεα Scol.Anon.26 (Diehl Anthologia Lyrica (ed. 1) ii 188).    2 of or from snow, ὕδατα Lyr.Alex.Adesp.37.12; νιφάδες AP9.244 (Apollonid.); κρύσταλλος ib.753 (Claudian.). [ῐ by nature, but ῑ metri gr. in hexam.]

German (Pape)

[Seite 1356] von Schnee, schneeig; νιφάδες Apollnds. 15 (IX, 244); σάρξ Rufin. 2 (V, 35); ποταμός Caluth. 230; auch von Kleidern, »schneeweiß«, Asius bei Ath. 525.

Greek (Liddell-Scott)

χιόνεος: -α, -ον, (χιών) ὅμοιος πρὸς χιόνα, λευκὸς ὡς ἡ χιών, χιτὼν Ἄσιος ἐν Ἀποσπ. 2· σὰρξ Βίων 1. 10· νιφάδες Ἀνθ. Π. 9. 244· κρύσταλλος αὐτόθι 753. [ῑ ἐν ἑξαμέτρῳ].

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de neige;
2 d’une blancheur de neige.
Étymologie: χιών.

Greek Monolingual

-έα, -ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α
όμοιος με χιόνι, χιονάτος, χιονώδηςχιονέα πρόσωπα», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
αυτός που αποτελείται από χιόνι («χιόνεαι νιφάδες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. -εος (πρβλ. χρύσ-εος)].

Greek Monotonic

χῐόνεος: -α, -ον (χιών), χιονισμένος, λευκός σαν το χιόνι, σε Βίωνα, Ανθ. ( σε εξάμετρο στίχο).

Russian (Dvoretsky)

χῐόνεος: χιών (ῑ in arsi)
1) снежный (νιφάδες Anth.);
2) покрытый снегом (κρύσταλλος Anth.);
3) белоснежный (σάρξ Anth.).

Middle Liddell

χιόνεος, η, ον χιών
snowy, snow-white, Bion., Anth. [ῑ in hexam. verse.]