στρουθίον
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
τό, Dim. of
A στρουθός 1, Anaxandr.7, Arist.HA539b33, 613a29, LXX To.2.10, Ps.10(11).1, al., Ev.Matt.10.29, Gal.6.435; τὸ σ. ἡ συκαλίς Id.15.882; στρουθίν, Gloss. II στρούθιον, v. στρούθειος 111.
German (Pape)
[Seite 956] τό, 1) dim. von στρουθός, Arist. H. A. 5, 2. 9, 7; Sperling, N. T., z. B. Ev. Matth. 10, 29. – 2) sc. ῥιζίον, Seifenkraut, zum Reinigen der Wolle gebraucht, βαφικὴ βοτάνη, Luc. Alex. 12; Thcophr. u. Diosc. – 3) στρουθία od. στρούθια μῆλα, auch στρούθειον, Birnquitte, nach Galen., de sanit. tuend. c. ult., τὰ Κυδωνίων μήλων τὰ μείζω καὶ ἡδίω καὶ ἧττον στρυφνά, ἃ στρούθια καλοῦσιν οἱ κατὰ τὴν ἡμετέραν Ἀσίαν Ἕλληνες; so auch Theophr. u. Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθίον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀντ.» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4., 9. 7, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), σμηκτρὶς βοτάνη, «σαπουνόχορτον», φυτὸν χρήσιμον εἰς κάθαρσιν ἐρίων, «τσουένι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· στρουθίου ῥίζα Ἱππ. 571. 54· κλαδίσκος ἢ στέφανος ἐκ τοῦ φυτοῦ τουτου, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 2 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως στρουθὸς ΙΙΙ), πρβλ. Ἀθήν. 679Β· φέρεται στρούθειον, (-εῖον διάφ. γρ.), Ὀρφ. Ἀργ. 963.
English (Strong)
diminutive of strouthos (a sparrow); a little sparrow: sparrow.
English (Thayer)
στρουθίου, τό (diminutive of στρουθός), a little bird, especially of the sparrow sort, a sparrow: Aristotle, h. a. 5,2, p. 539{b}, 33; 9,7, p. 613{a}, 33; the Sept. for צִפּור.) (Cf. Tristram in B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Sparrow; Survey of Western Palestine, 'Fauna and Flora,' p. 67f.)
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. στρουθί (II).
Russian (Dvoretsky)
στρουθίον:
I τό воробышек, воробей Arst., NT.
II τό струтий (растение с красящим соком) Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρουθίον -ου, τό, demin. van στρουθός musje.