ὀξυθυμία

From LSJ
Revision as of 04:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠθῡμία Medium diacritics: ὀξυθυμία Low diacritics: οξυθυμία Capitals: ΟΞΥΘΥΜΙΑ
Transliteration A: oxythymía Transliteration B: oxythymia Transliteration C: oksythymia Beta Code: o)cuqumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A vivacity or instability of temper, Hp.Epid.2.4.4, E.Andr.728, Ruf. ap. Orib.inc. 6.5 ; excitability, ἐς γέλωτα Aret.SD1.5, cf. Poll.2.231(v.l.).

German (Pape)

[Seite 352] ἡ, der Jähzorn, Eur. Andr. 729.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠθῡμία: ἡ, αἰφνίδιος θυμός, Ἱππ. 1037F, Εὐρ. Ἀνδρ. 728, Πολυδ. Β΄, 231.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
accès de colère.
Étymologie: ὀξύθυμος.

Greek Monolingual

η (Α ὀξυθυμία) οξύθυμος
η ιδιότητα του οξύθυμου, αψιθυμία, ευερεθιστότητα, ευθιξία
αρχ.
1. αιφνίδιος, οξύς θυμός
2. ζωηρότητα ή αστάθεια θυμού
3. ερεθισμός.
ὀξυθύμια, τὰ (Α)
τόποι σε σταυροδρόμια τριών δρόμων κοντά σε αγάλματα της Εκάτης, όπου έκαιγαν τα καθάρσια, δηλ. τα λείψανα τών αγνιστικών και εξιλαστικών θυσιών και που ονομάζονταν έτσι γιατί τη φωτιά τήν άναβαν με κλάδους του φυτού θύμος, οι οποίοι είχαν χρησιμοποιηθεί σε δαρμό ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύθυμον, ονομασία φυτού
βλ. λ. οξύθυμος].

Greek Monotonic

ὀξῠθῡμία: ἡ, ξαφνικός θυμός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠθῡμία: ἡ вспышка гнева, приступ ярости Eur.

Middle Liddell

ὀξῠθῡμία, ἡ,
sudden anger, Eur. [from ὀξύθῡμος]