ἴκτερος

From LSJ
Revision as of 14:55, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴκτερος Medium diacritics: ἴκτερος Low diacritics: ίκτερος Capitals: ΙΚΤΕΡΟΣ
Transliteration A: íkteros Transliteration B: ikteros Transliteration C: ikteros Beta Code: i)/kteros

English (LSJ)

ὁ,

   A jaundice, Hp.Aph.4.62(pl.), Morb.2.38, Int.35(pl.), etc.    II a bird of a yellowish-green colour, by looking at which a jaundiced person was cured—the bird died! Plin.HN30.94 (who identifies it with galgulus, the golden oriole).

German (Pape)

[Seite 1249] ὁ, die Gelbsucht, Hipp. u. a. Medic. – Auch ein gelber Vogel, dessen Anblick, wie man glaubte, die Gelbsucht heilte, Plin. H. N. 30, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἴκτερος: ὁ, ὑπάρχει αἰτ. ἴκτερα παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευ. Κς’, 16): - «κιτρινάδα», «χρυσῆ», Ἱππ. Ἀφ. 1251· περὶ τῶν διαφόρων εἰδῶν τοῦ ἰκτέρου, ὁ αὐτ. 472. 35., 551. 8. ΙΙ. πτηνόν τι χρώματος κιτρινοπρασίνου, ὅπερ (ὡς ἐπιστεύετο) προσβλέπων ὁ πάσχων ἐξ ἰκτέρου ἐθεραπεύετο· ἀπέθνησκε δὲ τὸ πτηνόν! Πλίν. 30. 11· τὸ αὐτὸ ἐπιστεύετο καὶ περὶ τοῦ χαραδριοῦ, ἴδε ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jaunisse.
Étymologie: DELG rad. exprimant la couleur jaune, cf. ἰκτῖνος, ἴκτις.

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ ἴκτερος)
ιατρ. παθολογικό σύμπτωμα που χαρακτηρίζεται από κίτρινη χρώση του δέρματος και τών βλεννογόνων, κν. χρυσή
αρχ.
ονομασία πτηνού με χρυσοκίτρινο χρώμα το οποίο πέθαινε όταν το κοιτούσε όποιος έπασχε από ίκτερο, ενώ αυτός θεραπευόταν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτ-ερος
η σύνδεση της λ. με ἴκτις, ἰκτίνος οδηγεί σε πιθ. αναγωγή της λ. σε ρίζα ικτ- με σημ. «κίτρινος, πράσινος». Ο τ. ἴκτ-ερος εμφανίζει επίθημα -ερο-, το οποίο μαρτυρείται και σε άλλα ονόματα ασθενειών (πρβλ. ὕδ-ερος, χολ-έρα). Η λ. χρησιμοποιούνταν κυρίως στον πληθ. με τη σημ. της νόσου, ήταν όμως και ονομασία πτηνού, του οποίου η θέα θεωρούνταν ότι θεραπεύει τον πάσχοντα από ίκτερο.
ΠΑΡ. ικτερικός, ικτεριώ
αρχ.
ικτερίας, ικτερίτης, ικτερόεις, ικτερούμαι, ικτερώδης.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ικτερογόνος].

Russian (Dvoretsky)

ἴκτερος: ὁ желтуха Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m., often pl.
Meaning: jaundice (Hp.); also name of a bird = Lat. galgulus (Plin.; after the colour). -
Derivatives: ἰκτερικός, ἰκτερώδης jaundiced, regarding jaundice (medic.), also ἰκτεριώδης id. (Hp., Dsc.; after ἰκτεριάω) and ἰκτερόεις id. (Nic.; Schwyzer 527); ἰκτερῖτις f. rosmarin (Ps.-Dsc.; used as remedy; Redard Les noms grecs en -της 72, Strömberg Wortstudien 29), -ίτης id. (Gloss.); ἰκτερίας name of a yellow stone (Plin.; like καπνίας a. o., Chantr. Form. 94). Denomin. ἰκτερόομαι (Hp., Gal.), ἰκτεριάω (M. Ant., S. E.; formation Schwyzer 732) have jaundice.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation as ὕδερος, χολέρα (Schwyzer 481, Chantr. Form. 228), further unknown. The connection with ἴκτις, ἰκτῖνος (Prellwitz BB 30, 176, Wb. 195; because of the colour) is taken up again by Grošelj Živa Ant. 6, 236f. assuming a colour-root ἰκ- yellow, green (with also ἰκμαλέον χλωρόν, ὑγρόν H. [?]). Wrong old attempts in Bq (also Walleser WuS 14, 165 u. 173). Fur. 321 thinks the group -κτ- points to Pre-Greek.

Frisk Etymology German

ἴκτερος: {íkteros}
Grammar: m., oft pl.
Meaning: Gelbsucht (Hp.), auch N. eines Vogels = lat. galgulus (Plin.; nach der Farbe).
Derivative: Davon ἰκτερικός, ἰκτερώδης gelbsüchtig, auf die Gelbsucht bezüglich (Mediz.), auch ἰκτεριώδης ib. (Hp., Dsk.; nach ἰκτεριάω) und ἰκτερόεις ib. (Nik.; poetisch, Schwyzer 527); ἰκτερῖτις f. Rosmarin (Ps.-Dsk.; als Heilmittel gebraucht; Redard Les noms grecs en -της 72, Strömberg Wortstudien 29), -ίτης ib. (Gloss.); ἰκτερίας N. eines gelblichen Steins (Plin.; wie καπνίας u. a., Chantraine Formation 94). Denominativa ἰκτερόομαι (Hp., Gal.), ἰκτεριάω (M. Ant., S. E. usw.; Bildung Schwyzer 732) an der Gelbsucht leiden.
Etymology : Bildung wie ὕδερος, χολέρα (Schwyzer 481, Chantraine Formation 228), sonst dunkel. Die Zusammenstellung mit ἴκτις, ἰκτῖνος (Prellwitz BB 30, 176, Wb. 195; wegen der Farbe) ist von Grošelj Živa Ant. 6, 236f. unter Annahme einer Farbwurzel ἰκ- gelb, grün (wozu auch ἰκμαλέον· χλωρόν, ὑγρόν H. [?]) wieder aufgenommen worden. Verfehlte ältere Versuche bei Bq (ebenso Walleser WuS 14, 165 u. 173).
Page 1,719