κάρνος
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
ὁ, (cf. κέρας) expld. by Hsch. as βόσκημα, πρόβατον, i.e.
A ram:—hence καρνοστάσιον, τό, pen, fold, Id. II = φθειρ, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κάρνος: «φθείρ. βόσκημα, πρόβατον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κάρνος, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. πρόβατο
2. ψείρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. (1) συνδέεται με τα κέρας, κάρα. Με τη σημ. (2) συνδέεται με τα κόρις, κάρον.
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: φθείρ, βόσκημα, πρόβατον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X[probably]; GR[a formation built with Greek elements]X[probably]
Etymology: - In the meaning φθείρ to κόρις etc. (s. also κάρον and καρός); as βόσκημα, πρόβατον to the group of κέρας? s. v. Fur. 371 however connects ἀκαρί mite. - On Κάρνειος m. surname of Apollon on the Peloponne s. Nilsson Gr. Rel. 1, 532f.; Robert REGr. 80 (1967) 31ff.
Frisk Etymology German
κάρνος: {kárnos}
Meaning: φθείρ, βόσκημα, πρόβατον H.
Etymology : Im Sinn von φθείρ wohl zu κόρις usw. (s. auch κάρον und καρός); als βόσκημα, πρόβατον zu der großen Sippe von κέρας; s. d. Zu Κάρνειος m. Bein. des Apollon auf dem Peloponnes, der damit verbunden worden ist, s. Nilsson Gr. Rel. 1, 532f.
Page 1,790