λοχεία

From LSJ
Revision as of 03:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Φεύγειν ἀεὶ δεῖ δεσπότας θυμουμένους → Fugiendus herus est semper ira percitus → Geh einem Herr, der zornig ist, stets aus dem Weg

Menander, Monostichoi, 534
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχεία Medium diacritics: λοχεία Low diacritics: λοχεία Capitals: ΛΟΧΕΙΑ
Transliteration A: locheía Transliteration B: locheia Transliteration C: locheia Beta Code: loxei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A child-birth, childbed, E.IT382, Call.Del.251; τὴν λ. εἴληχε she presides over child-birth, Pl.Tht.149b: in pl., Id.Plt.268b; of flowers, ἐπ' εὐκάρποισι λοχείαις AP10.16 (Theaet.); f.l. in E.IT206 (lyr.) for λόχιαι.    II = λόχευμα 1, APl.4.132 (Theodorid.).    III = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113.

Greek (Liddell-Scott)

λοχεία: ἡ, (λοχεύω) τοκετός, γέννα, κλίνη τοκετοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 382, Καλλ. εἰς Δῆλ. 251· Ἄρτεμις ἄλοχος οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχεν, τῇ ἐδόθη νὰ ἐπιστατῇ εἰς τὸν τοκετόν, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 268Α· - ἐπὶ καρπῶν, ἐπ’ εὐκάρποισι λοχείαις Ἀνθ. Π. 10. 16· ― ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 206, ἴσως λοχίαν ἢ λόχιαι, ὡς ἐπίθ., εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή, ἴδε ἐν λ. παιδεία. ΙΙ. = λόχευμα Ι, Ἀνθ. Πλαν. 132.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
accouchement, enfantement ; en parl. d’oiseaux ponte.
Étymologie: λοχεύω.

Greek Monolingual

η (AM λοχεία, Α επικ. τ. λοχία) λοχεύω
η κατάσταση της λεχώνας, το διάστημα που διανύει η μητέρα από τον τοκετό έως σαράντα μέρες μετά τον τοκετό
νεοελλ.
φυσιολ. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ τοκετού και επανόδου της μήτρας στο φυσιολογικό της μέγεθος και το οποίο κυμαίνεται από 6 έως 8 εβδομάδες
μσν.-αρχ.
τοκετός, γέννα («φρικτὸς ὁ τρόπος ὁ τῆς λοχείας σου!», Μηναί.)
αρχ.
1. (για φυτά) η άνθηση
2. τέκνο
3. το φυτό αρτεμισία.

Greek Monotonic

λοχεία: ἡ (λοχεύω
I. τοκετός, γέννα, κρεβάτι τοκετού, σε Ευρ., Πλάτ.
II. = λόχευμα I, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λοχεία:
1) разрешение от бремени, роды Eur. etc.: Ἄρτεμις τὴν λοχείαν εἴληχε Plat. Артемиде выпало на долю быть покровительницей родов;
2) зоол. кладка яиц Arst., Plut.;
3) принесение плодов, плодоношение Anth.

Middle Liddell

λοχεία, ἡ, λοχεύω
I. childbirth, childbed, Eur., Plat.
II. = λόχευμα I, Anth.