αγριάδα
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
Greek Monolingual
(I)
η
1. τόπος άγριος, χέρσος, κατάλληλος μόνο για βοσκή ζώων
2. απόκρημνος, δύσβατος τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. αγριάς].
(II)
η
1. το να είναι κανείς άγριος, τραχύς τρόπος, θυμός, σκληρότητα, σκαιότητα
2. φρίκη, φόβος που τον αισθάνεται κανείς αντικρύζοντας κάτι φοβερό
3. η τραχύτητα της επιφάνειας ενός αντικειμένου
4. η τραχύτητα του καιρού
5. η δριμύτητα, η στυφότητα (στη γεύση).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγριος.
ΠΑΡ. αγριάδι, αγριαδίνα].
(III)
η, Βοτ.
ένα από τα πιο δυσεξόντωτα πολυετή ζιζάνια της Ελλάδας.