βραβεύς
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
έως, ὁ, Att. pl. βραβῆς: acc. sg. βραβῆ (v. infr.):—
A judge at the games, S.El.690,709, Pl.Lg. 949a: generally, judge, arbitrator, umpire, δίκης E.Or.1650; λόγου Id.Med.274, etc.; Ἀΐδην κοινὸν ἔθεντο βραβῆ Epigr. ap. D.18.289. 2 generally, chief, leader, μυρίας ἵππου β. A.Pers.302; φιλόμαχοι β. Id.Ag.230 (lyr.); author, μόχθων τῶν ἐν Ἰλίῳ, of Helen, E.Hel.703.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, der Anordner der Kampfspiele, Kampfrichter, Soph. El. 690; ἄθλων ἐπιστάται καὶ βρ. Plat. Legg. XII, 949 a; übh. Richter, δίκης Eur. Or. 1650; λόγου Med. 274. Bei Aesch. Anführer, ἵππου Pers. 294; Ag. 222; μόχθων, Urheber, Eur. Hel. 703.
Greek (Liddell-Scott)
βραβεύς: έως, ὁ, Ἀττ. πληθ. βραβῆς· αἰτ. ἑνικ. βραβῆ ἐν ἀρχ. ἐπιγρ. παρὰ Δημ. 322. 11· - ὁ κριτὴς ὁ δίδων τὰ βραβεῖα ἐν τοῖς ἀγῶσι, Λατ. arbiter, Σοφ. Ἠλ. 690, 709. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 949Α· καθόλου, κριτής, διαιτητής δίκης Εὐρ. Ὀρ. 1650· λόγου ὁ αὐτ. Μηδ. 274, κτλ. 2) καθόλου, ἀρχηγός, ἄρχων, μυρίας ἵππου βρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 302.· φιλόμαχοι βρ. ὁ αὐτ. Ἀγ. 230· ὁ πρωτουργὸς ἢ αὐτουργός, μόχθων Εὐρ. Ἐλ. 703 (ἀγνώστου ἀρχῆς).
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
1 juge d’un combat, arbitre;
2 juge, arbitre en gén.
3 p. ext. qui dirige, conducteur, chef (d’une troupe).
Étymologie: DELG emprunt à une langue indigène -- Babiniotis cf. perse *mrava « celui qui dit ce qui est vrai, juste », skr. braviti « parler ».
Spanish (DGE)
(βρᾰβεύς) -έως, ὁ
• Morfología: [ac. βραβῆ Epigr.Adesp.FGE 1579; plu. nom. βραβῆς A.A.230, S.El.690, 709]
I 1jefe, soberano, mandatario μυρίας ἵππου β. A.Pers.302, φιλόμαχοι βραβῆς A.l.c., cf. Hsch.
2 responsable μόχθων τῶν ἐν Ἰλίῳ de Helena, E.Hel.703, ἐγὼ β. λόγου τοῦδ' εἰμί yo soy el responsable de esta decisión E.Med.274.
II del certamen árbitro, juez S.ll.cc., γυμνικῶν ... ἄθλων ... βραβεῖς Pl.Lg.949a
•fig. en rel. c. otras actividades β. δίκης E.Or.1650, τοῦ φόνου E.Or.1065, Ἀΐδην κοινὸν ἔθεντο βραβῆ Epigr.Adesp.l.c. • DMic.: mo-ro-qa.
• Etimología: Gener. se admite que se trata de un término prehelénico pero quizá prést. del persa *mrava, cf. avést. mrav(i) ‘hablar’, ai. braviti c. la fonética pelásgica. Otra hipótesis lo rel. c. *gu̯eru- ‘vara’, cf. avést. grava ‘bastón’, gót. gaíru ‘espina’ c. red.
Greek Monolingual
βραβεύς, ο (Α)
1. αυτός που απονέμει τα βραβεία
2. κριτής, διαιτητής
3. ηγέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι, αν ως αρχική σημασία της λ. θεωρηθεί η «κριτής, διαιτητής (και ιδιαίτερα σε αγώνες)», τότε το βραβεύς θα πρέπει να αποτελεί προελληνικό στοιχείο. Δεν έχουν αποδώσει οι προσπάθειες ινδοευρ. ετυμολόγησης της λ., ενώ έχει θεωρηθεί επίσης ως δάνειο < (περσ.) mrava- «αυτός που λέει το σωστό» (πρβλ. αβεστ. mrav (i) «μιλάω», αρχ. ινδ. bravīti «μιλάω»)].
Greek Monotonic
βρᾰβεύς: -έως, ὁ, αιτ. ενικ. βραβῆ, Αττ. πληθ. βραβῆς,
1. δικαστής, κριτής που απονέμει τα έπαθλα στους αγώνες, Λατ. arbiter, σε Σοφ., Πλάτ.
2. γενικά, διαιτητής, κριτής, σε Ευρ.· αργότερα, αρχηγός, ηγεμόνας, σε Αισχύλ.· συγγραφέας, σε Ευρ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
βρᾰβεύς: έως
1) ὁ; 1.1) распорядитель или судья на состязаниях: β. ἄθλων Soph., Plat. назначающий награды на состязаниях; 1.2) третейский судья, посредник, арбитр (λόγου δίκης Eur.); 1.3) предводитель, начальник (ἵππου Aesch.);
2) ἡ виновница, зачинщица (τῶν ἐν Ἰλίῳ μόχθων, sc. Ἑλένη Eur.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: judge at the games, arbitrator, umpire; leader (S.; on the meaning Boßhardt, Die Nomina auf -ευς 41f.).
Dialectal forms: Here Myc. moroqa, form and meaning (a person, official?) unknown?
Derivatives: βράβευμα decision of a judge (S.), βραβεία decision (E.), βραβεῖον prize (Men.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Etym. unknown. - Rather with Debrunner, Eberts Reallex. 526, Chantraine Form. 125 Pre-Gr. A reconstruction *mro\/agʷ- (inspired by the Myc. form, with \/a\/, phonetically [ο]?) would fit well. - Does it imply that the sportive contests are a Pre-Greek heritage?
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
1. the judge who assigned the prizes at the games, Lat. arbiter, Soph., Plat.
2. generally, an arbitrator, umpire, judge, Eur.: then a chief, leader, Aesch.: an author, Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραβεύς -εως, ὁ
1. kamprechter, rechter.
2. leider, aanstichter :. ἵππου βραβεύς de commandant van de ruiterij Aeschl. Pers. 302; οὐχ ἥδε μόχθων... βραβεύς ; is zij niet de aanstichtster van de ellende? Eur. Hel. 703.