ἐράσμιος

From LSJ
Revision as of 15:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐράσμιος Medium diacritics: ἐράσμιος Low diacritics: εράσμιος Capitals: ΕΡΑΣΜΙΟΣ
Transliteration A: erásmios Transliteration B: erasmios Transliteration C: erasmios Beta Code: e)ra/smios

English (LSJ)

ον, also η, ον Anacr.20:—

   A lovely, pleasant, Semon.7.52 ; τὴν ψυχὴν ἐ. X.Smp.8.36 : Comp., Them.Or.17.216a: Sup. -ώτατον, ψυχῆς ἦθος X.Mem.3.10.3 ; τὸ ἐ. Plot.1.3.2 ; beloved, desired, πόλει A. Ag.605 ; ταῖς ἀγέλαισιν Mosch.3.20 ; ἐ. ἄγειν τινά treat affectionately, J.AJ19.6.1 : neut.as Adv., ἐράσμιον ἀνθήσασα AP7.219 (Pomp.Jun.).

German (Pape)

[Seite 1017] ον, auch dreier Endungen, ἐρασμίη πέλεια Anacr. 14, 1; lieblich, anmuthig, angenehm, von Personen und Sachen, ἥκειν ἐράσμιον πόλει, ersehnt, Aesch. Ag. 591; τὸ ἐρασμιώτατον τῆς ψυχῆς ἦθος Xen. Mem. 3, 10, 3; Sp., wie Plut. Pomp. 2 Luc. D. D. 30, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐράσμιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Ἀνακρ. 18· ἐπέραστος, εὐχάριστος, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 52, Ξεν. Συμπ. 8. 36· ὑπερθετ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 3: ἀγαπητός, ἐπιθυμητός, πόλει Αἰσχύλ. Ἀγ. 605· κεῖνος ὁ ταῖς ἀγέλαισιν ἐράσμιος Μόσχ. 3. 19· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἐράσμιον ἀνθήσασα Ἀνθ. Π. 7. 219, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aimable, gracieux, charmant;
2 aimé, désiré par, τινι.
Étymologie: ἐράω.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐράσμιος, -α, -ον) έραμαι
αυτός που σέ κάνει να τον ερωτεύεσαι, θελκτικός, αξιαγάπητος («τῷ τὴν ψυχὴν ἐρασμίῳ», Ξεν.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἐράσμιον
με αξιαγάπητο τρόπο.

Greek Monotonic

ἐράσμιος: -ον, ευχάριστος, σε Ξεν.· αγαπητός, επιθυμητός, ποθητός, σε Αισχύλ., Ξεν.· ουδ. ως επίρρ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐράσμιος: и 3
1) прелестный, приятный, милый Anacr., Plut., Luc.: ὁ τὴν ψυχὴν ἐ. Xen. привлекательный по своим душевным качествам человек;
2) любимый, желанный (τινι Aesch.).

Middle Liddell

ἐράσμιος, ον
lovely, Xen.:— beloved, desired, Aesch., Xen.: neut. as adv., Anth.