ἀμφινεικής

From LSJ
Revision as of 12:37, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφινεικής Medium diacritics: ἀμφινεικής Low diacritics: αμφινεικής Capitals: ΑΜΦΙΝΕΙΚΗΣ
Transliteration A: amphineikḗs Transliteration B: amphineikēs Transliteration C: amfineikis Beta Code: a)mfineikh/s

English (LSJ)

ές,    A contested on all sides, eagerly wooed, of Helen, A. Ag.686; of Deïanira, S.Tr.104 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 141] ές, umstritten, des Streites werth, Helena, Aesch. Ag. 672; Deianira, Soph. Tr. 104.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφινεικής: -ές, περιμάχητος, περιζήτητος, περὶ τῆς Ἑλένης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686· περὶ τῆς Δηϊανείρας, Σοφ. Τρ. 104: πρβλ. ἀμφιμάχητος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
disputé, digne d’être disputé.
Étymologie: ἀμφί, νεικέω.

Spanish (DGE)

-ές
disputadode Helena, A.A.686, de Deyanira, S.Tr.104, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμφινεικής, -ές (Α)
αυτός που τον διεκδικούν πολλοί, ο περιζήτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -νεικής < νεῖκος (πρβλ. εὐνεικής, πυλυνεικής κ.λπ. και το κύριο Πολυνείκης).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφινείκητος.

Greek Monotonic

ἀμφινεικής: -ές (νεῖκος), περιμάχητος, περιζήτητος, αυτός που επιζητάται ανυπόμονα και επίμονα, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφινεικής: всеми оспариваемый, т. е. которого все домогаются (Ἑλένη Aesch.; Δηϊάνειρα Soph.).

Middle Liddell

νεῖκος
contested on all sides, eagerly wooed, Aesch., Soph.