ἀντεπιβουλεύω

From LSJ
Revision as of 11:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιβουλεύω Medium diacritics: ἀντεπιβουλεύω Low diacritics: αντεπιβουλεύω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: antepibouleúō Transliteration B: antepibouleuō Transliteration C: antepivouleyo Beta Code: a)ntepibouleu/w

English (LSJ)

   A form counter-designs, Th.1.33,3.12, etc.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen nachstellen, Thuc. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιβουλεύω: σχεδιάζω ἐπιβουλὰς ἐναντίον τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.

French (Bailly abrégé)

tendre une embuscade à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιβουλεύω.

Spanish (DGE)

maquinar a su vez contra αὐτοῖς Th.1.33, τῷ Φαβίῳ D.C.Epit.9.8.2, ἀλλήλοις Iambl.Protr.20 (p.103.12)
abs. Th.3.12.

Greek Monolingual

ἀντεπιβουλεύω (Α)
κάνω σχέδια εναντίον κάποιου που κάνει το ίδιο εναντίον μου.

Greek Monotonic

ἀντεπιβουλεύω: μέλ. -σω, κάνω επίβουλα σχέδια ως ανταπόδοση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπιβουλεύω:
1) со своей стороны прибегать к интригам (προεπιβουλεύειν τινὶ μᾶλλον ἢ ἀ. Thuc.);
2) устраивать засаду (ἀλλήλοις Plut.).

Middle Liddell

to form counter-designs, Thuc.