ἐξυπτιάζω

From LSJ
Revision as of 17:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξυπτιάζω Medium diacritics: ἐξυπτιάζω Low diacritics: εξυπτιάζω Capitals: ΕΞΥΠΤΙΑΖΩ
Transliteration A: exyptiázō Transliteration B: exyptiazō Transliteration C: eksyptiazo Beta Code: e)cuptia/zw

English (LSJ)

   A turn a person quite on the back, ὄμμα (ὄνομα codd.) throw his eyes upwards or backwards, A.Th.577; ἐ. ἑαυτόν throwing back his head haughtily, Luc.Cat.16: abs., Id.Gall.12, Herc.3, Ind.21:— Med., ἐξυπτιάζεσθαι τὴν κεφαλήν throw it back, Arist.Fr.106.    II intr., lie back, of the horns of wild cattle, Id.HA499a7.

German (Pape)

[Seite 890] sich zurückbeugen; κέρατα ἐξυπτιάζοντα Arist. H. A. 2, 1; πρὸς τὸ. ἐναντίον τῆς ἀγωγῆς ἐξυπτιάζοντες, gegen das Ziehen sich stemmen u. zurücklegen, Luc. Hercul. 3; ἑαυτόν, sich in die Brust werfen, Catapl. 16; εἰκὼν ἐξυπτιαζομένη im Ggstz von ἐπινευομένη Sext. Emp. Pyrrh. 1, 120; ἐξυπτιάζονται τὴν κεφαλήν, im Ggstz von ἐπὶ πρόσωπον φέρεσθαι Arist. Ath. I, 44 b. – Dunkel ist Aesch. Spt. 559 ἐξυπτιάζων ὄνομα Πολυνείκους βίαν, vielleicht ὄμμα, das Auge zurückwendend zu Polynices' Kraft.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξυπτιάζω: κλίνω τι πρὸς τὰ ὀπίσω ἢ ἀνυψῶ, Λατ. resupinare, ἐς πατρὸς μόρον ἐξυπτιάζων ὄμμα, ἀνυψῶν τὸ ἑαυτοῦ βλέμμα διὰ τὴν τύχην τοῦ πατρὸς αὐτοῦ (τοῦ Οἰδίποδος), Αἰσχύλ. Θήβ. 577 (οὕτως ὁ Schütz ἀντὶ ὄνομα, ὅπερ προφανῶς ὁ ἀντιγραφεὺς ἔγραψεν ἀπατηθεὶς ἐκ τῆς λέξεως τοῦ τοὔνομ’ ἐν τῷ ἀκολούθῳ στίχῳ)˙ σεμνῶς προβαίνων καὶ ἑαυτὸν ἐξυπτιάζων, καὶ κλίνων τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ὀπίσω ὑπερηφάνως, Λουκ. Κατάπλ. 16˙ καὶ ἀπολ. (παραλειπομένου τοῦ ἑαυτόν), ἐξήλαυνον ἐπὶ λευκοῦ ζεύγους, ἐξυπτιάζων, περίβλεπτος ἅπασι τοῖς ὁρῶσι ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 12˙ πρὸς τὸ ἐναντίον τῆς ἀγωγῆς ἐξυπτιάζοντες ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλεῖ 3˙ προῄεις ἐξυπτιάζων ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 21, Κλήμ. Ἀλ. 296: - Οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, ἐξυπτιάζεσθαι τὴν κεφαλήν, κλίνειν αὐτὴν πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀριστ. Ἀποσπ. 101. ΙΙ. ἀμεταβ., κάμπτομαι ἢ κλίνω πρὸς τὰ ὀπίσω, περὶ τῶν κεράτων τῶν ἱππελάφων, τὰ δὲ κέρατα ἐξυπτιάζοντα ἔχουσι μᾶλλον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22.

French (Bailly abrégé)

1 tr. renverser en arrière;
2 intr. se renverser ou être renversé en arrière.
Étymologie: ἐξ, ὑπτιάζω.

Greek Monolingual

ἐξυπτιάζω (AM)
μσν.
ξαπλώνω στην ύπτια θέση
αρχ.
1. λυγίζω, γυρίζω κάτι προς τα πίσω
2. (για τα μάτια) στρέφω τα μάτια μου σε μια κατεύθυνση
3. (για κέρατα ζώων) γυρίζω προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + υπτιάζω «λυγίζω προς τα πίσω»].

Greek Monotonic

ἐξυπτιάζω: μέλ. -σω, αναποδογυρίζω, Λατ. resupinare, σε Αισχύλ.· ἐξ. ἑαυτόν, γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω με υπεροψία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξυπτιάζω:
1) откидывать или отклонять назад (med. τὴν κεφαλήν Arst.; ἡ εἰκὼν ἐξυπτιαζομένη Sext.): ἐ. ἑαυτόν Luc. надменно откинуться, гордо закинуть голову; ἐ. ὄμμα Aesch. поднять или отвратить взоры;
2) откидываться назад (πρὸς τὸ ἐναντίον Luc.);
3) загибаться назад (ἐξυπτιάζοντα κέρατα Arst.).

Middle Liddell

fut. σω
to turn upside down, Lat. resupinare, Aesch.; ἐξ. ἑαυτόν throwing back his head haughtily, Luc.