ἠερόεις

From LSJ
Revision as of 14:50, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠερόεις Medium diacritics: ἠερόεις Low diacritics: ηερόεις Capitals: ΗΕΡΟΕΙΣ
Transliteration A: ēeróeis Transliteration B: ēeroeis Transliteration C: ieroeis Beta Code: h)ero/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, Ion. and Ep. for ἀερόεις (q.v., cf. cj. in Telest.1.12)

   A cloudy, murky, Τάρταρος Il.8.13, al., cf. Hes.Th.119; ζόφος Il.15.191, etc.; ἠερόεντα κέλευθα the murky road (i.e. death), Od.20.64; later ἠ. ἴασπις D.P. 724; μόλυβδος Man.6.391; livid, χροιή Nic.Th.257.    II epith. of ὄναγρος,= ταχύς, acc. to Sch., Opp.C.3.183.

German (Pape)

[Seite 1155] εσσα, εν, ion. u. ep. statt ἀερόεις, dämmerig, nebelig, dunkel; Τάρταρος Il. 8, 13; Hes. Th. 119. 682 u. sp. D., wie Orph. H. 55, 10; so auch ζόφος, Il. 15, 191. 21, 56, von der Schattenseite der Erde; ἠερόεντα κέλευθα, der dunkle Todesweg, Od. 20, 64. Bei Qu. Sm. 6, 422 heißt so auch der hohe Olympus; ἴασπις D. Per. 7, 24; vgl. χροιή Nic. Ther. 257; Opp. Cyn. 3, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἠερόεις: εσσα, εν, Ἰων καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἀερ-, ὅπερ σχεδὸν οὐδαμοῦ εὕρηται, συννεφώδης, σκοτεινός, Τάρταρος Ἰλ. Θ. 13, κτλ., Ἡσ. Θ. 119· ζόφος Ἰλ. Ο. 191, κτλ.· ἠερόεντα κέλευθα, ἡ ζοφερὰ ὁδός, δηλ. ὁ θάνατος, Ὀδ. Υ. 64· παρὰ μεταγεν., ἠερ. ἴασπις Διον. Π. 724· μόλιβδος Μανέθων 6. 391· πελιδνός, ἐπὶ ἀσθενοῦς, Νίκ. Θ. 257.

French (Bailly abrégé)

ion. p. ἀερόεις.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (άήρ): cloudy, gloomy, mostly with reference to the nether world, Il. 8.13, Il. 15.191, Od. 20.64.

Greek Monolingual

ἠερόεις, -εσσα, -εν (Α)
(επικ. και ιων. τ. του άχρ. ἀερόεις)
1. νεφελώδης, σκοτεινός, ζοφερόςἠερόεις Τάρταρος», Ομ. Ιλ.)
2. (για ασθενή) ωχρός, πελιδνός («χροιήν ἠερόεσσαν», Νίκ.)
3. (επίθ. για τον όναγρο) ταχύς
4. φρ. «ἠερόεντα κέλευθα» — η σκοτεινή κάθοδος στον Άδη, δηλ. ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + καταλ. -όεις, πρβλ. δακρυ-όεις, κυματ-όεις].

Greek Monotonic

ἠερόεις: -εσσα, -εν, Επικ. αντί ἀερ- (ἀήρ), «συννεφώδης», σκοτεινός, ομιχλώδης, θαμπός, ζοφερός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠερόεντα κέλευθα, η ζοφερή οδός (δηλ. ο θάνατος), σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

ἠεροειδής Meaning: misty, cloudy,
Etymology: s. ἀήρ, ἠέρος

Middle Liddell

ἠερόεις, εσσα, εν [epic for ἀερόεις [ἀήρ]
hazy, murky, Il.; ἠερόεντα κέλευθα the murky road (i. e. death), Od.

Frisk Etymology German

ἠερόεις: ἠεροειδής
{ēeróeis}
Meaning: nebelig, umwölkt,
Etymology : von ἀήρ, ἠέρος, s. d.
Page 1,624