στωικός

From LSJ
Revision as of 18:05, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στωικός -ή -όν [στοά] van de Stoa (de filosofische stroming), stoïsch: οἱ Στωικοὶ φιλόσοφοι de stoïsche filosofen NT Act. Ap. 17.19 = subst. οἱ Στωικοί. Luc. 17.6.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στωικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στοά / στωϊά]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική αντίληψη του Ζήνωνος του Κιτιέως, την οποία δίδαξε για πρώτη φορά ο ίδιος στην Ποικίλη Στοά της Αθήνας
2. το αρσ. ως ουσ. α) οπαδός του στωικισμού
β) στον πληθ. οι στωικοί
οι στωικοί φιλόσοφοι
3. φρ. «στωική φιλοσοφία» — ο στωικισμός
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) απαθής, ήρεμος, ατάραχος.
επίρρ...
στωικά Ν
με στωικότητα.

Greek Monotonic

στωικός: -ή, -όν (στοά), αυτός που ανήκει σε κιονοστοιχία ή περιστύλιο (στοά)· απ' όπου, Στωικός, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους Στωικούς φιλοσόφους (καθώς ο Στωικός φιλόσοφος Ζήνων δίδαξε στην στοὰ Ποικίλη), σε Καινή Διαθήκη· πρβλ. Στοϊκός.

Greek (Liddell-Scott)

στωικός: -ή, -όν, (στοὰ) ὁ ἀνήκων εἰς στοάν· - ἐντεῦθεν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς στωικοὺς φιλοσόφους ἢ τὸ σύστημα αὐτῶν (ἐπειδὴ ὁ Ζήνων ἐδίδασκεν ἐν τῇ Ποικίλῃ στοᾷ)· οἱ τῆς Στ. αἱρέσεως ἡγεμόνες Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2 ἡ Στωικὴ Διογ. Λ. 6. 14· Στωικὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 880, Διογ. Λ. 7. 5· οἱ Στ. φιλόσοφοι Πράξ. Ἀποστ. ιζ΄, 18· - ἐν Ἀνθ. Παλατ. 9. 496, χάριν τοῦ μέτρου, Στοϊκός.

Middle Liddell

στωικός, ή, όν στοά
of a colonnade or piazza:— hence, Stoic, of or belonging to the Stoics (because Zeno taught in the στοὰ Ποικίλἠ, NTest.; cf. Στοϊκός.