κώνος

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

ο (AM κῶνος)
1. ο καρπός τών κωνοφόρων και μερικών κυκαδιδών, κουκουνάρι («βάλλει δὲ καὶ ἁ πίτυς ὑψόθε κώνοις», Θεόκρ.)
2. στερεό γεωμετρικό σώμα που έχει ως βάση κύκλο και κυρτή επιφάνεια η οποία απολήγει σε οξεία κορυφή
3. κάθε σώμα που απολήγει σε κωνοειδή κορυφή (α. «ηφαιστειακός κώνος» β. «μυελικός κώνος»)
νεοελλ.
ο καρπός του αροβοσίτου, κούκλα
μσν.
καρδιά
αρχ.
1. (ως θηλ.) ἡ κῶνος
το πεύκο
2. η κορυφή της περικεφαλαίας
3. σβούρα με την οποία παίζουν τα παιδιά
4. η πίσσα από κουκουνάρια πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. śāna- «λυδία λίθος» < śi-sā-ti «ακονίζω», λατ. cōs «σκληρός λίθος», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνεια λ. Τη λ. δανείστηκαν διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες με τη μορφή επιστημον. όρων, πρβλ. coniferae: κωνοφόρα, coniferin: κωνιφερίνη, conodonta: κωνόδοντα.
ΠΑΡ. κωνάριον, κωνικός, κωνίο(ν)
αρχ.
κωνίας, κώνιον, κωνίς, κωνίτις, κωνώ
αρχ.-μσν.
κώνα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωνοειδής, κωνοφόρος
αρχ.
κωνόκαρπος, κωνοκόλουρος, κωνοτομώ. (Β' συνθετικό) αρχ. άκωνος, κολουρόκωνος, πρόκωνος].