βοηθώ

From LSJ
Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231

Greek Monolingual

(-άω) (AM βοηθῶ, -έω, Α και βωθέω, ιων. τ.)
1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια
2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω
3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του
μσν.- νεοελλ.
διευκολύνω, ωφελώ
νεοελλ.
1. ευνοώ
2. υποστηρίζω
αρχ.
φρ.
1. «βοηθῶ ἐπί τινα» — σπεύδω εναντίον κάποιου
2. «βοηθῶ πρός τι»
α) εφαρμόζω κάτι
β) αποκρούω κάτι
3. απρόσ. «βοηθεῖ πρός τι» — είναι ωφέλιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βοηθόος > βοηθοέω > βοηθέω με υφαίρεση].