μεδέων
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
οντος, ὁ, (μέδω) participial Subst.,
A guardian, ruler, Hom. (only in Il.), always of Zeus, as connected with special places, Ἴδηθεν μεδέων ruling from Ida, Il.3.276, etc.; Δωδώνης μ. 16.234; also Κυλλήνης μ., of Hermes, h.Merc.2; Πάν, Ἀρκαδίας μ. Pi.Fr.95; Ἀπόλλων Τελμεσσοῦ μ. SIG1044.8 (Halic., iv/iii B. C.); τῷ μεδεῦντι Νείλεω δήμου (i. e. Apollo) Call.Fr.95; δελφίνων μ., of Poseidon, Ar.Eq.560 (lyr.); σοὶ τῷ πάντων μ. E.Fr.912.1 (anap.): c. dat. loci, Pi.O.7.88; μ. καὶ χθονὶ καὶ πελάγει AP6.30 (Maced.): generally, ruler, ἡμετέρῳ μεδέοντι Call.Jov.86. 2 fem. μεδέουσα, guardian goddess, of Aphrodite, Σαλαμῖνος μεδέουσα h.Hom.10.4; of Mnemosyne, Ἐλευθῆρος μεδέουσα Hes.Th.54; of Pallas, τῆς ἱερωτάτης μεδέουσα χώρας (Attica) Ar.Eq.585 (lyr.), cf. 763; νεὼς Ἀθηναίας τῆς Ἀθηνῶν μεδεούσης prob. in IG12(1).977.10 (Carpathos, iv B. C.), cf. Supp.Epigr.1.375,376 (Samos), 3.3.5 (Athens), Plu.Them.10: generally, [Ἑλένη] μ. θαλάσσης E.Or.1690 (anap.); τόξων μ. Ἄρτεμιν Id.Hipp.167 (lyr.). —Aeol. participial form μέδεις (as if from μέδημι), Alc.5 (wrongly expld. as 2sg. ind. by Apion ap.A.D.Synt.92.7); other forms in late poets, μεδέουσι Q.S.5.525; μεδέεις Epigr.Gr.975; μεδέοιεν IG14.1363.10.
German (Pape)
[Seite 110] οντος, ὁ, = μέδων, der Obwalter, Beherrscher; bei Hom. vom Zeus, Ζεὺς Ἴδηθεν μεδέων, der Herrscher des Ida, Il. oft, auch Δωδώνης μ., 16, 234, denn in Dodona wurde Zeus besonders verehrt. Hermes, H. h. Merc.; in der Od. kommt es nicht vor; νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων, Pind. Ol. 7, 88; Poseidon heißt Ar. Equ. 558 ὦ δελφίνων μεδέων. – Auch das fem. ἡ μεδέουσα, die Oberwaltende, Schützende, ist stets Beiname von Göttinnen; Aphrodite heißt Σαλαμῖνος μεδέουσα, H. h. 9, 4, wie Ἔρυκος, Ap. Rh. 4, 917; Mnemosyne Ἐλευθῆρος μεδέουσα, Hes. Th. 54; Pallas τῆς ἱερωτάτης – μεδέουσα χώρας, Ar. Equ. 583, vgl. 760; θαλάσσης, τόξων μεδέουσα, Eur. Or. 1690 Hipp. 167. Vgl. μέδων. – Danach hat Qu. Sm. 5, 525 auch μεδέουσι, herrschen, gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
μεδέων: -οντος, ὁ, ὡς τὸ μέδων (ἴδε μέδω), ὁ βασιλεύων, κυβερνῶν, βασιλεύς, προστάτης, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), ἀείποτε ἐπὶ τοῦ Διός, ὡς προστάτην ὡρισμένων τόπων, Ἴδηθεν μεδέων, προστάτα τῆς Ἴδης (ἡ κατάληξις θεν παρέλκεται), Γ. 276, κτλ.· Δωδώνης μ. Π. 234· οὕτω, σοὶ τῷ πάντων μ. Εὐρ. Ἀποσπ. 904· ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 2, ὡς ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ· δελφίνων μ., ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 558· - μετὰ δοτ. τόπου, Πινδ. Ο. 7. 160, Ἀνθ. Π. 6. 30. 2) θηλ. μεδέουσα, ὁμοίως ἀείποτε ἐπὶ προστατίδων θεαινῶν, οἷον, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Σαλαμῖνος μεδέουσα Ὁμ. Ὕμν. 9. 4· ἐπὶ τῆς Μνημοσύνης, Ἐλευθῆρος μεδέουσα Ἡσ. Θ. 54· ἐπὶ τῆς Παλλάδος, τῆς ἱερωτάτης μεδέουσα χώρας (τῆς Ἀττικῆς) αὐτόθι 585, πρβλ. 763, Εὐρ. Ὀρ. 1690, Ἱππ. 167· ἀπολ., Ἀφροδίτῃ μεδεούσῃ Συλλ. Ἐπιγρ. 2109b. - Αἰολικός τις μετοχικὸς τύπος μέδεις (ὡς εἰ ἐκ τοῦ μέδημι) ἀπαντᾷ παρ’ Ἀλκαίῳ 2 (40) Ahr. καὶ ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι παρὰ μεταγενεστέροις ποιηταῖς μεδέουσι Κόϊντ. Σμ. 5. 525. μεδέεις Ἑλλ. Ἐπιγρ. 975· μεδέειεν αὐτόθι 647. 10.
English (Autenrieth)
ruling, bearing sway, only of Zeus. (Il.)
English (Slater)
μεδέων
1 ruling over c. gen., dat. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων fr. 95. 1. ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων (O. 7.88) ὀνυμακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ νᾶσος, Αἴγινα (Pae. 6.124)
Spanish
Greek Monolingual
μεδέων, -ουσα, -ον (Α)
(για θεούς και θεές) αυτός που βασιλεύει, που κυβερνά, ο άρχων (α. «σοὶ τῷ πάντων μεδέοντι χοὴν πέλανόν τε φέρω, Ζεὺς εἴτ' Ἀΐδης ὀνομαζόμενος στέργεις», Ευρ.
β. «τόξων μεδέουσαν Ἄρτεμιν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. μετοχής πιθ. ενός αμάρτυρου μεδέω, ρήματος παράλληλου του μέδω].
Greek Monotonic
μεδέων: -οντος, ὁ, όπως το μέδων (βλ. μέδω)·
1. ουσ. με σημασία μτχ., φύλακας, προστάτης, Ζεὺς Ἴδηθεν μεδέων, προστάτης της Ίδης, σε Ομήρ. Ιλ.· δελφίνων μεδέων, λέγεται για τον Ποσειδώνα, σε Αριστοφ.
2. θηλ. μεδέουσα, λέγεται για την Αφροδίτη, σε Ομηρ. Ύμν.· λέγεται για τη Μνημοσύνη, σε Ησίοδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μεδέων: οντος ὁ [part. к *μεδέω = μέδω покровитель, хранитель: Ἴδηθεν μ. и Δωδώνης μ. Hom. = Ζεύς; δελφίνων μ. Arph. = Ποσειδῶν.
Frisk Etymological English
-έουσα Meaning: ruler
See also: s. μέδω.
Middle Liddell
μεδέων, οντος, like μέδων (v. μέδω), participial Subst.,]
1. a guardian, Ζεὺς Ἴδηθεν μεδέων guardian of Ida, Il.; δελφίνων μ., of Poseidon, Ar.
2. fem. μεδέουσα, of Aphrodite, Hhymn.; of Mnemosyne, Hes., etc.
Frisk Etymology German
μεδέων: -έουσα
{medéōn}
Meaning: Herrscher, Herrscherin
See also: s. μέδω.
Page 2,190