ἀντιδιατίθημι

From LSJ
Revision as of 13:05, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιατίθημι Medium diacritics: ἀντιδιατίθημι Low diacritics: αντιδιατίθημι Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: antidiatíthēmi Transliteration B: antidiatithēmi Transliteration C: antidiatithimi Beta Code: a)ntidiati/qhmi

English (LSJ)

   A retaliate upon a person, D.S.34.12; κακῶς παθόντα ἀ Eust.546.28:—Med., offer resistance, πρὸς τὴν πειθώ Longin.17.1; τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, 2 Ep.Ti.2.25.

German (Pape)

[Seite 251] (s. τίθημι), dagegen feststellen; Jemand zur Vergeltung in eine Lage versetzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιατίθημι: ἀποδίδω τὰ ἴσα εἴς τινα, ἀμύνομαι, «ἀμυνόμενοι, τοὺς κακόν τι πράξαντας ἀντιδιατιθέντες» Σουΐδ. Διοδ. Ἐκλογαὶ 602. 70· κακῶς παθόντα ἀντιδιατιθέναι Εὐστ. 546. 28: - Μέσ. παρουσιάζω ἀντίστασιν, πρός τι Λογγῖν. 17. 1· τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, τοὺς ἐναντίους, τοὺς ἐχθρούς, Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Β΄, β΄, 25.

French (Bailly abrégé)

prendre des dispositions contraires ; punir.
Étymologie: ἀντί, διατίθημι.

Spanish (DGE)

1 en v. act. vengarse de c. ac. αὐτόν D.S.34.12 φησὶ ... τὸ ἀμύνεσθαι οὐ μόνον σημαίνειν τὸ κακῶς παθόντα ἀντιδιατιθέναι Eust.546.28
abs. οὔτ' ἀντιδιαθεῖναι ... δυνατός ἐστι Ph.2.313.
2 en v. med. oponerse πρὸς τὴν πειθὼ τῶν λόγων Longin.17.1, cf. A.D.Synt.291.2
οἱ ἀντιδιατιθέμενοι los adversarios δοῦλον δὲ Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι, ἀλλὰ ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας ... ἐν πραΰτητι παιδεύοντα τοὺς ἀ. un siervo del Señor no debe ser pendenciero sino atento con todos ... educando con mansedumbre a los adversarios, 2Ep.Ti.2.25.

English (Thayer)

(present middle ἀντιδιατίθεμαι); in middle to place oneself in opposition, to oppose: of heretics, to dispose in turn, to take in hand in turn: τινα, Diodorus except, p. 602 (vol. v., p. 105,24, Dindorf edition; absolutely to retaliate, Philo de spec. legg. § 15; de concupisc. § 4)).

Greek Monolingual

ἀντιδιατίθημι (AM)
1. ανταποδίδω τα ίσα σε κάποιον
αρχ.
1. προβάλλω αντίσταση
2. οι αντιδιατιθέμενοι
αυτοί που διάκεινται μεταξύ τους εχθρικά.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδιατίθημι:
1) отплачивать, мстить Diod.;
2) med. сопротивляться: οἱ ἀντιδιατιθέμενοι NT противники.

Chinese

原文音譯:¢ntidiat⋯qemai 安提-笛阿-提帖買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:交換-經過-安置
字義溯源:抵擋,相對,持相反意見;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(διατίθεμαι / διατίθημι)=部署)組成;而 (διατίθεμαι / διατίθημι)又由(διά)*=經過)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 抵擋者(1) 提後2:25