πρεσβευτής

From LSJ
Revision as of 12:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβευτής Medium diacritics: πρεσβευτής Low diacritics: πρεσβευτής Capitals: ΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ
Transliteration A: presbeutḗs Transliteration B: presbeutēs Transliteration C: presveftis Beta Code: presbeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A ambassador, IG12.22.27, Th.5.4, Pl.Lg.941a, POxy.933.31 (ii A. D.), etc.: pl. πρεσβευταί is at first less freq., later more freq., than πρέσβεις, πρεσβευτὰς πάντας ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν And.3.41, cf. Th.8.77 (interpol.), IG22.858.6 (iii B. C.), 1224.26 (ii B. C.), Alciphr.2.2.    II agent or commissioner, ὑπέρ τινος D.45.64.    2 = Lat. legatus, staff officer, etc., Plb.35.4.5, Plu.Mar.7, etc.; π. καὶ ἀντιστράτηγος, = legatus pro praetore, IG 14.1121, etc.

German (Pape)

[Seite 698] ὁ, im plur. gew. οἱ πρέσβεις (s. unt. πρέσβυς), Gesandter; Thuc. 5, 4. 8, 5; Dem. u. Folgde; doch auch im plur. οἱ πρεσβευταί, Thuc. 8, 77.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβευτής: -οῦ, ὁ (πρεσβεύω) ὡς καὶ νῦν, ἀπεσταλμένος πόλεως ἢ βασιλέως, Θουκ. 5. 4, Πλάτ., κλπ.· ὁ συνήθης πληθ. εἶναι πρέσβεις (ἴδε πρέσβυς ΙΙ), ἂν καὶ ἀπαντᾷ καὶ πρεσβευταὶ οἷον ἐν Θουκ. 8. 77, Ἀνδοκ. 28. 36· πρεσβευτὰς Ἀλκίφρων 2. 2· ― θηλ. πρεσβεύτειρα, ἡ, ἀπεσταλμένη, Ὀππ. Κ. 1. 464· πρβλ. πρεῖγυς. ΙΙ. πράκτωρ ἢ ἐπίτροπός τινος, ὑπέρ τούτου πρεσβευτὴς δηλ. Φορμίωνος τοῦ τραπεζίτου, Δημ. 1121. 1. 2) = τῷ λατ. legatus, ὕπαρχος, ἀντιστράτηγος, Πολύβ. 35. 4, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 353. 32., 1076, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
envoyé, député, ambassadeur.
Étymologie: πρεσβεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α
πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να μεταφέρει μηνύματα, ο πρέσβης
αρχ.
1. πράκτορας ή επίτροπος
2. μεσίτης
3. στρατιωτικός αξιωματούχος, ύπαρχος, αντιστράτηγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσβεύω (για τους διαλεκτικούς τ. βλ. πρέσβυς)].

Greek Monotonic

πρεσβευτής: -οῦ, ὁ (πρεσβεύω),
I. πρέσβης, πρεσβευτής, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
II. πράκτορας ή επίτροπος, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρεσβευτής -οῦ, ὁ [πρεσβεύω] gezant.

Russian (Dvoretsky)

πρεσβευτής: οῦ ὁ
1) посол Thuc.;
2) представитель, агент Dem.;
3) (лат. legatus) (римский) легат Polyb.

Middle Liddell

πρεσβευτής, οῦ, ὁ, πρεσβεύω
I. an ambassador, Thuc., Plat., etc.
II. an agent or commissioner, Dem.

Chinese

原文音譯:presbÚthj 普雷士畢帖士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:年長的
字義溯源:老年人,一個老人,(有)年紀的;源自(πρεσβύτερος)=長老);而 (πρεσβύτερος)出自(πρεσβεύω)X*=年老的)。比較: (γῆρας)=年老,老年
出現次數:總共(3);路(1);多(1);門(1)
譯字彙編
1) 年紀的(1) 門1:9;
2) 老年人(1) 多2:2;
3) 一個老人(1) 路1:18